Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Κατά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου οι μάρτυρες που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο (Λευιτ. 20,10 –Δευτ. 22, 22) θα έριχναν πρώτοι την πέτρα εναντίον του, για να ακολουθήσουν κατόπιν οι υπόλοιποι, απόθεσαν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νέου που λεγόταν Σαύλος, ο οποίος δεν έλαβε ο ίδιος μέρος στη θανάτωση του Στεφάνου, αλλά την επικροτούσε ολόψυχα.
Την ημέρα εκείνη έγινε μεγάλος διωγμός κατά της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και όλοι, πλην των αποστόλων, διασκορπίστηκαν στην ενδοχώρα της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. Ο Σαύλος έμπαινε στα σπίτια και σέρνοντας έξω άντρες και γυναίκες τους έστελνε στη φυλακή.
«Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου, προσελθών τω αρχιερεί ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ. εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού, και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτώ∙ Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; είπε δε∙ τίς ει, κύριε; ο δε Κύριος είπεν∙ εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις∙ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τί δε δει ποιείν. Οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτώ ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων δε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε∙ χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν. και ην ημέρας τρεις μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν.