Όχι μόνο ψηφίζουν λιγότεροι πολίτες, αλλά και όσοι συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία ψηφίζουν περισσότερο ιδιότροπα και ιδιόρρυθμα.
Του Δημήτρη Β. Πεπόνη
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990 τα ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα κυμαίνονταν γύρω στο 80%. Μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα έπεσαν σε ιστορικό χαμηλό σε ολόκληρο τον ευρωαμερικανικό διατλαντικό χώρο: μικρότερα ποσοστά συμμετοχής από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για τους πολλούς και από το 1974 για την Ελλάδα.
Ορισμένες από τις σημαντικότερες μεταβολές που έλαβαν χώρα από τότε μέχρι τώρα είναι ότι, πρώτον, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα έχασαν τον έλεγχο ή και την ιδιοκτησία που είχαν στα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία πέρασαν σε ιδιώτες, αναμορφώνοντας αμέτρητους τομείς της δημόσιας σφαίρας και, δεύτερον, αραίωσαν και αποδυναμώθηκαν τα δίκτυα από οργανώσεις, κοινωνικούς εταίρους και σωματεία που διαμεσολαβούσαν μεταξύ των κομμάτων και των πολιτών.
Στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές κυμαίνονται σε επίπεδα 60%, με ιστορικό χαμηλό τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 στις οποίες ήταν μόλις 56,57%. Ένα ποσοστό της τάξης του 61%, όπως αυτό των πρόσφατων εκλογών του Μαΐου, δεν είναι υψηλό υπό καθεστώς ιδεολογικής πόλωσης, ενώ 2,4 εκατομμύρια ψήφοι είναι μικρός αριθμός για το πρώτο κόμμα.
Ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι ψηφίζουν.
Μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες η αποχή από την εκλογική διαδικασία εξελίχθηκε ίσως στο πιο σημαντικό και γρήγορα αναπτυσσόμενο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα στη λεγόμενη Δύση, δηλαδή στην επικράτεια των φιλελεύθερων δημοκρατιών, παρόλο που σπάνια ακούμε για αυτή την κρίση πολιτικής συμμετοχής. Έχει παρατηρηθεί εμπειρικά ότι την πτώση των ποσοστών συμμετοχής στις εκλογές ακολουθούν μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων, δηλαδή η αποχή λειτουργεί ως μια βουτιά μέσα στη θάλασσα, που μόλις ολοκληρωθεί ως διαδικασία, διαμορφώνει ένα νέο κομματικό και πολιτικό τοπίο.