Ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὰ θεολογικὰ πράγματα κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20oῦ αἰώνα, ἔχοντας συμβάλλει οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν ἐπανεύρεση τῆς θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα εἶχε ἀρχίσει νὰ γλυστράει σὲ ἀκαδημαϊσμό, σχολαστικισμὸ καὶ εὐσεβισμό.
Δημήτρης Μαυρόπουλος – 05/03/2016 – ΑΝΤΙΦΩΝΟ
Εἶναι δύσκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γι’ αὐτὀν, δυσκολότερο νὰ τὸν σκιαγραφήσει. Πρόσωπο κάπως ἀντιλεγόμενο, ἀπὸ ἄλλους τιμήθηκε ὡς αὐθεντία καὶ ἀπὸ ἄλλους λοιδορήθηκε ὡς «σπερμολόγος»· ἄλλοι τὸν ἀγάπησαν γιὰ τὴν ἀλήθεια του καὶ τὴν καλοσύνη του καὶ ἄλλοι ἀντέδρασαν ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του. Κατόρθωσε να συναντηθεῖ, μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του πορεία καὶ τὶς ἀναζητήσεις του, μὲ μεγάλα πνευματικὰ ρεύματα καὶ παραδόσεις, νὰ ἀντλήσει, ὅπως ἡ μέλισσα, ὅσους καλοὺς χυμούς, καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μἐσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ παραδόθηκε.
Τὸ μεγάλο μυστήριο στὸ ὁποῖο τὸν ὁδήγησαν οἱ ἀναζητήσεις του καὶ ποὺ τὸ θεωροῦσε ὡς τὴν καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν τὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Τόνιζε ἰδιαίτερα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν παλαιὰ ἀνθρώπινη φύση, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴ σφραγίδα ποὺ ἔφερε πάνω της, μιὰ σφραγίδα σύγχυσης καὶ θανάτου ὅτι χωρὶς νὰ ἀρνηθεῖ κανένα της στοιχεῖο, τὴν ἀνακαίνισε καὶ ταῆς ἀπέδωσε τὸ ἀρχαῖο της κάλλος, τὴν ἀρχαία της δόξα, κι ἔτσι ἀνακαινισμένη, σώα, ἀκέραιη καὶ ὑγιή, τὴν ἔστησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Αὐτὸ τὸ μυστήριο, τόνιζε ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς, καλεῖ τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ ἐπιχειρήσει τὴν ἀνάλογη κίνηση: νὰ προσαγάγει τὴ φύση του -τὰ πάθη του, τὸ λόγο του, τὴν ἐμπειρία του, τὴν πορεία καὶ τὰ συμβεβηκότα τῆς ζωῆς του- στὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ νὰ τὴν ἐναποθέσει στοὺς παντοκρατορικοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὄχι ἀρνούμενος τὴ φύση του, ἀλλὰ περνώντας την ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς κολυμβήθρας, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴ μεταμόρφωση τοῦ Θαβώρ, σφυρηλατώντας σ’ αὐτὴ τὴν πορεία τὸν ἀνακαινούμενο ἄνθρωπο.
Συνήθιζε νὰ τονίζει ἐπίσης, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἱστορίες ποὺ διηγόταν ἀπὸ τὸν Συναξαριστή, στὸν ὁποῖο ἐντρυφοῦσε, τὴν ἱστορία τοῦ ἁγίου Κόνωνα τοῦ Ἰσαυρίας: ὅταν ὁ μισόκαλος ἔστειλε τὰ δαιμόνια νὰ τὸν παρασύρουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας, ἐκεῖνος κατόρθωσε νὰ τὰ μεταστρέψει ἀπὸ δαιμόνια τῆς καταστροφῆς σὲ δυνάμεις ὑπηρετικὲς τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπεξηγοῦσε ὅτι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι νὰ ἀρνεῖται τὴ γνώση τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ νὰ τὴν προσάγει ὡς σμύρνα, χρυσὸ καὶ λιβάνι στὰ πόδια τοῦ ἐσπαργανωμένου Παιδίου.
Ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα, στὶς 21 Ἰουλίου τοῦ 1921. Ὁ πατέρας του Γεώργιος, ἀθηναῖος ἔμπορος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καστανιὰ τῆς Σπάρτης, καὶ ἡ μητέρα του Ἀναστασία ἀπὸ τὸ Βάβδο τῆς Χαλκιδικῆς. Μοναχοπαίδι, ποὺ οἱ γονεῖς του τὸ ἀπέκτησαν σὲ μεγάλη σχετικὰ ἡλικία, ἔτυχε ἐπιμελημένης φροντίδας, ἰδιαίτερα γιατὶ ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς νοητικές του ἱκανότητες. Οἱ παιδικὲς θρησκευτικὲς ἐμπειρίες του ἦταν ὁ τακτικὸς ἐκκλησιασμὸς μὲ τοὺς γονεῖς του, κάποια προσκυνήματα καὶ ἠθικὲς νουθεσίες ἁπλῶν ἱερέων τῆς ἐκκλησίας τῆς γειτονιᾶς του, μιὰ ἀνεπίγνωστη εὐσέβεια, ποὺ στὰ ἐφηβικά του χρόνια ὑποχώρησε. Τελειώνοντας τὸ Πειραματικὸ σχολεῖο Ἀθηνῶν, ἐγγράφεται τὸ 1938 στὴν ἰατρικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου, μὲ τὴ φιλοδοξία νὰ διακριθεῖ ὡς χειρουργός. Πρὶν ὅμως τελειώσει τὴ φοίτηση, ἕνα τραῦμα στὸ δεξί του πόδι ἐξελίσσεται σὲ φλεγμονὴ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ ζωή του. Αὐτὴ ἡ περιπέτεια καταλήγει τελικὰ σὲ ἀγκύλωση τοῦ δεξιοῦ γόνατος – μιὰ ἀναπηρία ποὺ θὰ ἔχει σημαντικὲς συνέπειες γι’ αὐτόν. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἐκδηλωθοῦν ἔντονες μεταφυσικὲς ἀνησυχίες, καὶ ἡ ἀνάγκη ἐπιλογῆς νέων στόχων τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀναζήτηση ἀπαντήσεων σὲ θέματα ὑπαρξιακά. Βρισκόμαστε ἤδη στὶς ἀρχὲς τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ γενικὸ κλίμα ὀδύνης ἐπηρεάζει τὸν ψυχικό του κόσμο παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του περιπέτεια. Διαβάζει θρησκευτικὰ ἔντυπα τῆς ἐποχῆς καὶ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ κύκλους ποὺ αὐτὰ τὰ ἔντυπα ἐκφράζουν. Πρὶν ὅμως οἱ ἐπαφὲς αὐτὲς προλάβουν νὰ ἀποδώσουν, γνωρίζεται συμπτωματικὰ μὲ Ἰησουΐτες μοναχοὺς ποὺ παρεπιδημοῦν στὴν Ἀθήνα καὶ ποὺ ἡ θεολογική τους μόρφωση εἶναι ἐντυπωσιακή. Νομίζει ὅτι στὴν πνευματικὴ παράδοση ποὺ ἐκπροσωποῦν θὰ βρεῖ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἀναζητάει, ἐνῶ παράλληλα τὸν συγκινεῖ ἰδιαίτερα τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἐπιχειρεῖ ἕνα ταξίδι στὴ Γαλλία, ὅπου γνωρίζεται μὲ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Καθολικισμοῦ, καὶ ἐπιστρέφει στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ, ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονες ἐσωτερικὲς διευθετήσεις, ἀποφασίζει νὰ προσχωρήσει στὸ τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1946 ἐντάσσεται στὶς τάξεις τους ὡς δόκιμος μοναχός. Τὸν ἴδιο μήνα ἐγκαταλείπει τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἀρχίσει μιὰ ὁδοιπορία σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή, σπουδάζοντας τὰ φαινόμενα καὶ τὰ νοούμενα τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.