Οἱ σύγχρονοι, μεταμοντέρνοι σχολιαστὲς τείνουν νὰ κατανοήσουν τὴν πολλαπλότητα τῶν μορφῶν ἑνὸς φαινομένου ἁπλῶς ὡς μία ἔκφραση πλουραλισμοῦ. Ἡ δική μου ματιὰ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ ζήτημα διαφοροποιεῖται, καθὼς τοποθετεῖ αὐτὴν τὴν πολλαπλότητα σὲ μία δομή, στὴν ὁποία ὑπάρχει ρηχότητα καὶ βάθος τοῦ βιώματος. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθεται τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ τὶ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίνει βάθος στὸ βίωμα.
Χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἴδια ὁρολογία, βάθος καὶ ρηχότητα στὴν ἐπιτέλεση τοῦ ζεϊμπέκικου ἔχουν διακρίνει κι ἄλλοι ἑρμηνευτές. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Διονύσης Χαριτόπουλος μὲ τὸ κείμενό του «Ὁ μοναχικὸς θρῆνος - τὸ ζεϊμπέκικο» εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀναγνωρίζουν στὸ ζεϊμπέκικο βάθος καὶ ρηχότητα ἢ καλύτερα, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Χαριτόπουλος, βάρος καὶ ἐλαφρότητα.
Ὁ Χαριτόπουλος λέει ὅτι τὸ πραγματικὸ ζεϊμπέκικο εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ καημοῦ τοῦ ἀληθινοῦ ἄνδρα, τοῦ μάγκα. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ζεϊμπέκικο δὲν εἶναι γυναικεῖος χορός. Ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς σὲ γυναίκα νὰ ἐκδηλώσει καημοὺς ἐνώπιον τρίτων· εἶναι προσβολὴ γι’ αὐτὸν ποὺ τὴ συνοδεύει». Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸν Χαριτόπουλο, τὸ βιωματικὸ βάρος τοῦ ζεϊμπέκικου μπορεῖ νὰ τὸ σηκώσει μόνο «ὁ ἀληθινὸς ἄνδρας», ὁ μάγκας. Οἱ γυναῖκες κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινοὶ ἄνδρες δὲν εἶναι ἱκανοί, ὁπότε ὅταν χορεύουν ζεϊμπέκικο εἶναι ἐκφραστὲς μιᾶς καρικαρούτας του (ἐφημερίδα Τὰ Νέα, 14/9/2002).
Ἡ προσέγγιση αὐτὴ τοῦ Χαριτόπουλου, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες παρόμοιες, ἀποτελοῦν μία ἀντανάκλαση τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀνταγωνιστικοῦ κόσμου τῆς πατριαρχίας. Βεβαίως, ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐκφάνσεων τοῦ ζεϊμπέκικου ἀποτελεῖ ἔκφραση μιᾶς τέτοιας ἰδεολογίας. Ὡστόσο, ὄχι τὸ σύνολό του. Τὰ χαρακτηριστικά τῆς θρησκευτικῆς καταγωγῆς αὐτοῦ τοῦ χοροῦ ἔχουν ὁδηγήσει ἄλλους ἑρμηνευτές, ὅπως ὁ Γιάννης Τσαρούχης, νὰ δοῦν στὴν ἐπιτέλεση τοῦ χοροῦ τὴ δυνατότητα ἑνὸς βαθύτερου βιώματος, πέρα ἀπὸ τὴ ρηχότητα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ.
Ὅταν τὸ 1982 ὁ Γιάννης Τσαρούχης ἔκανε μία ἔκθεση ἔργων ζωγραφικῆς μὲ θέμα τὸ ζεϊμπέκικο, στὸ λεύκωμα τῆς ἔκθεσης ἔγραψε ἕνα σημείωμα, τὸ ὁποῖο ἀργότερα συμπεριέλαβε καὶ στὸ βιβλίο του Ἀγαθόν τὸ ἐξομολογεῖσθαι (Τσαρούχης 1986). Στὸ σημείωμα αὐτὸ ὁ Τσαρούχης μιλάει γιὰ τὸ ζεϊμπέκικο ποὺ εἶδε, ὅταν ἦταν νέος, στὸ κατάστρωμα ἑνὸς πλοίου, καθὼς ταξίδευε τὸ 1934 ἀπὸ τὴ Σμύρνη πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ τὸ ἴδιο πλοῖο ταξίδευε καὶ μία ὁμάδα ζεϊμπέκων, ἡ ὁποία, ὅταν ἔπεσε ὁ ἥλιος, ἄρχισε στὸ κατάστρωμα τὸ τραγούδι καὶ τὸν χορό.
Ὁ Τσαρούχης στρέφει τὴν προσοχή του στὸ βιωματικὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιτέλεσης τοῦ χοροῦ τους. Βλέπει ὅτι ὁ χορὸς ἀποτελεῖ ἐπίδειξη τῆς ἀνδρείας τῶν χορευτῶν. Ὡστόσο, δὲν σταματᾶ ἐκεῖ. Βλέπει μία ἀμφισημία, καθὼς τὴν ἐπίδειξη ἀνδρείας τους τὴ «συνεπλήρωνε περίεργα ἕνα εἶδος ταπεινότητας καὶ ἕνα εἶδος εὐγνωμοσύνης... γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς» (Τσαρούχης 1986: 268-269).