Το πρώτο παραμύθι για το χριστουγεννιάτικο δέντρο γράφτηκε από τον ξακουστό Δανό παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Ο τίτλος του είναι «Το έλατο» και δημοσιεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1844 μαζί με μια άλλη ιστορία, τη «Βασίλισσα του Χιονιού».
Είναι η ιστορία ενός μικρού έλατου που βιαζόταν να μεγαλώσει…
***
Μια φορά κι έναν καιρό…
Βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο. Ωστόσο, δεν ήταν χαρούμενο κι ευχόταν να γίνει ψηλό όσο οι σύντροφοί του – τα πεύκα και τα έλατα που μεγάλωναν γύρω του. Ο ήλιος έλαμπε και ο απαλός αέρας πετάριζε τα φύλλα του και τα μικρά παιδιά του χωριού περνούσαν από δίπλα του πολυλογώντας χαρούμενα, όμως το έλατο δεν τα άκουγε. Κάποιες φορές τα παιδιά θα έφερναν ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο βατόμουρα ή φράουλες, τυλιγμένο σε άχυρο και κάθονταν κοντά στο έλατο λέγοντας «Δεν είναι ένα όμορφο μικρό δέντρο;» κάνοντας το να αισθάνεται ακόμη πιο δυστυχισμένο από πριν.
Και όλα αυτά ενώ το δέντρο γινόταν κατά μια χαρακιά ψηλότερο, καθώς από τον αριθμό των γραμμών στον κορμό ενός δέντρου, μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε την ηλικία του. Παρόλ’ αυτά, όσο μεγάλωνε παραπονιόταν, «Ω! πόσο θα ήθελα να ήμουν τόσο ψηλό, όσο τ’ άλλα δέντρα. Τότε θα άπλωνα τα κλαδιά μου σε κάθε μεριά και η κορυφή μου θα κοιτούσε από ψηλά τον απέραντο κόσμο. Τα πουλιά θα έχτιζαν τις φωλιές τους στα κλωνάρια μου και όταν φυσούσε ο άνεμος, θα έσκυβα με επιβλητική μεγαλοπρέπεια, όπως οι ψηλοί σύντροφοι μου».
Το δέντρο ήταν τόσο δυστυχισμένο, ώστε δεν απολάμβανε.τον ζεστό ήλιο, τα πουλιά ή τα ροδαλά σύννεφα που έπλεαν από πάνω του πρωί και βράδυ. Μερικές φορές, το χειμώνα, όταν το χιόνι έπεφτε άσπρο και λαμπερό στο έδαφος, ένας λαγός θα ερχόταν αναπηδώντας και πηδούσε πάνω από το μικρό δέντρο. Πόσο πολύ φοβόταν! Πέρασαν δυο χειμώνες και όταν ήρθε ο τρίτος, το δέντρο είχε γίνει τόσο ψηλό, ώστε ο λαγός ήταν υποχρεωμένος να τρέχει γύρω του. Ωστόσο, παρέμενε ανικανοποίητο και αναφωνούσε «Ω, αν μπορούσα να συνεχίσω να ψηλώνω και να μεγαλώνω! Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που ν’ αξίζει στον κόσμο!».
Το φθινόπωρο, ως συνήθως, ήρθαν οι ξυλοκόποι κι έκοψαν αρκετά από τα ψηλότερα δέντρα και το νεαρό έλατο, που τώρα είχε φτάσει στο απόλυτο ύψος του, αναριγούσε καθώς τα περήφανα δέντρα έπεφταν στη γη μ’ έναν κρότο. Όταν κόβονταν τα κλαδιά τους, οι κορμοί έμοιαζαν τόσο λεπτοί και γυμνοί, που δύσκολα μπορούσαν ν’ αναγνωριστούν. Μετά τους τοποθετούσαν στα βαγόνια και τ’ άλογα τα έσερναν μακριά από το δάσος. «Πού πήγαιναν; Τι θ’ απογίνονταν;» Το νεαρό έλατο ήθελε πάρα πολύ να μάθει, κι έτσι την άνοιξη, όταν ήρθαν τα χελιδόνια και οι πελαργοί, ρώτησε: «Ξέρετε πού πήγαιναν εκείνα τα δέντρα; Τα συναντήσατε;».