Ζούμε στην εποχή της νεωτερικότητας, της οποίας τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά είναι ότι ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του καθολικά χειραφετημένο, απελευθερωμένο από οποιαδήποτε αυθεντία, ακόμη και τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος, σύμφωνα και με τα διδάγματα του Διαφωτισμού, στηρίζεται αποκλειστικά στη δική του λογική και προοδεύει συσσωρεύοντας διανοητική γνώση. Κυριαρχεί και εξουσιάζει τη φύση, ενώ δρα με αυτονομία και αυτοδιάθεση, καθυποτάσσοντας μάλιστα και την ετερότητα. Είναι βέβαια αλήθεια, όπως παρατηρεί και ο Αντόρνο, ότι η λογική της ανθρώπινης απελευθέρωσης μετεξελίσσεται στον Διαφωτισμό βαθμιαία σε αυταρχισμό και καταπίεση.
Η νεωτερικότητα βρίσκεται σε ρήξη με την παράδοση και την θρησκεία. Το μεταμοντέρνο ιδίως άτομο αποθεώνει το εφήμερο και το αποσπασματικό, υπονομεύει την αίσθηση της Ιστορίας ως συνέχειας και προβάλλει την αποσπασματικότητα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη μεταβάλλει μάλιστα το εγώ σε ένα σύνολο από σκόρπιες ιδιότητες και πρακτικές, αμφισβητώντας την έννοια της προσωπικής ταυτότητας. Ο ατομισμός παρ’ όλα αυτά κυριαρχεί, αποθεώνεται η πρόσκαιρη προτίμηση του υποκειμένου, η δυνατότητα για κάθε λογής «αυτοέκφραση» και «απελευθέρωση. Το υποκείμενο θηρεύει την πρόσκαιρη ηδονή και αναζητεί την ευτυχία στην ενισχυμένη του θέληση και τον βολονταρισμό, ενώ εξυμνείται ο καταναλωτισμός, καθώς πια εκλείπουν ιδανικά και αξίες. Οι λεγόμενες «μεγάλες αφηγήσεις», τόσο της Ιστορίας όσο και της προσωπικής ταυτότητας και συνέχειας, βάλλονται, για να θεωρηθεί τελικά ο εαυτός ως ένα συνονθύλευμα ατάκτως ερριμμένων αντιλήψεων, πίστεων, πρακτικών και δραστηριοτήτων. Τα μείζονα ερωτήματα της γνώσης απαντώνται με κοσμικούς καθαρά όρους και εξοβελίζεται η μεταφυσική και η θεολογία, ενώ κάθε απάντηση σε ερωτήσεις του τύπου «πώς επιτυγχάνουμε την αληθινή γνώση;» ή «πώς μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας;» γίνεται αυτομάτως προβληματική και αμφιλεγόμενη. Ο αστικός εκσυγχρονισμός έχει αποκόψει τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο από τις παραδοσιακές του ρίζες και καταβολές, οπότε έχουμε να κάνουμε με την διάλυση της κοινότητας και των συλλογικών παραδόσεων. Διακηρύσσεται ότι δεν υπάρχει μία, αλλά πολλές αλήθειες ταυτόχρονα, ενίοτε και σε σύγκρουση μεταξύ τους και η ελευθερία φθάνει να συνδέεται με την αυθαιρεσία, ενώ το άτομο απαγκιστρώνεται από κάθε κοσμική ιερότητα και κοσμολογική τάξη. Η νεωτερική ελευθερία επέβαλε την αίσθηση του παραλόγου του κόσμου, γέννησε τον υπαρξισμό και την θήρευση του παραλογισμού της πραγματικότητας. Περιγράψαμε μόλις την «μεταμοντέρνα συνθήκη».
Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στην μοντέρνα και μεταμοντέρνα συνθήκη; Μερικοί μιλούν για συμβιβασμό με την μοντερνικότητα και για την ανάγκη η Εκκλησία να υποχωρήσει έναντι των τρεχουσών εξελίξεων. Οι σύγχρονοι φιλοκαλικοί Πατέρες αντιθέτως κάνουν λόγο για την ανάγκη να μην νοθευτεί το γνήσιο χριστιανικό κήρυγμα με την τρέχουσα συγκυρία. Αυτό είναι το αληθινό πρόβλημα. Ο π. Συμεών Κραγιόπουλος μιλά για τον κίνδυνο να εκκοσμικευθεί η Εκκλησία, από τον συμβιβασμό με τον κόσμο. Θα παρουσιάσουμε σύντομα την σχετική διδασκαλία του.
Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο θεολόγο, λοιπόν, η παρουσία της χάρης μέσα στην Εκκλησία πρέπει να είναι αισθητή (βλ. το βιβλίο του «Μέσα στην έρημο του κόσμου», Πανόραμα Θεσ/κης, 2009, σελ. 23 κ.ε.) – αυτή είναι η μεγάλη θεολογική αλήθεια, όπως διατρανώθηκε άλλωστε στο Βυζάντιο από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά κατά τις ησυχαστικές έριδες. Στην πρώτη Εκκλησία, αποστολική και μεταποστολική, η αισθητή χάρη του Αγίου Πνεύματος οδηγούσε στο μαρτύριο. Εκατομμύρια χριστιανοί βασανίστηκαν και μαρτύρησαν, χαίροντες και αγαλλόμενοι, ομολογώντας την πίστη τους στον Χριστό. Η αισθητή χάρη οδήγησε τους πρώτους χριστιανούς στον αγιασμό.
Μετά τον Δ αιώνα ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκανε τρόπον τινά επίσημη θρησκεία του κράτους τον χριστιανισμό, οπότε και άρχισε μια συμφιλίωση της Εκκλησίας με τον κόσμο. Άρχισε η εκκοσμίκευση, να τα έχει καλά η Εκκλησία με τον κόσμο. Χάθηκε η αίσθηση ότι η Εκκλησία ήταν κάτι ξένο, ότι είμαστε, κατά την Γραφή, «ξένοι, πάροικοι και παρεπίδημοι εν τω κόσμω».
Η εκκοσμίκευση φυγάδευσε το Άγιο Πνεύμα. Τότε, μεγάλο ρεύμα χριστιανών κατευθύνθηκε προς την έρημο, γιατί, όπως λέγει ο π. Συμεών, δεν μπορούσε να χωρέσει η ψυχή τους πως είναι δυνατόν να λείπει η αισθητή παρουσία του Αγίου Πνεύματος από τις ψυχές των ανθρώπων. Η καταφυγή στην έρημο είχε ως σκοπό να διαφυλαχθεί το μέγα χάρισμα. Και πράγματι, δόθηκε άφθονη η χάρη του Θεού. Αγίασαν οι άνθρωπο με την νηστεία και την συνεχή προσευχή. Αυτό ακριβώς ισχύει και για την εποχή μας, ότι δηλαδή ο χριστιανός πρέπει να ζει σαν σε έρημο μέσα στον κόσμο. Αν δεν ξεφύγουμε, λέγει ο πατήρ, από αυτό το κοσμικό πνεύμα, που του δίνουμε μάλιστα και χρώμα χριστιανικό -να είμαστε «ευγενικοί» και «πολιτισμένοι» άνθρωποι-, αν δεν πάψουμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε αληθινά πνευματικοί άνθρωποι. Το Άγιο Πνεύμα θα το λάβει όποιος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τον χαρακτήρα και την κοινωνία μέσα στην οποία ζει, θα παραδοθεί στον Θεό με πολλή εμπιστοσύνη και θα αφήσει τον Κύριο να ενεργήσει στην ψυχή του. Ο χριστιανός είναι ο αληθινός άνθρωπος.
0