Το νέο κόμμα-καρτέλ
του Γιάννη Μαυρή
1.Εισαγωγή: Το Δημοψήφισμα του 2015, σημείο καμπής
Στην περιοδολόγηση της ελληνικής πολιτικής σκηνής της τελευταίας 10ετίας, ο Ιούλιος του 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής. Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου αναιρέθηκε η λαϊκή εντολή του Όχι. Η ωμή καταστρατήγηση του εκλογικού αποτελέσματος του ελληνικού δημοψηφίσματος (5/7/2015), ακύρωσε βίαια και το εξάμηνο πείραμα «αριστερής διακυβέρνησης εντός της ΕΕ», που επιχείρησε ανεπιτυχώς η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το μέγεθος της συνθηκολόγησής του, ιδίως λόγω του σύντομου χρόνου μέσα στον οποίο συντελέσθηκε, αποτέλεσε πρωτοφανές πολιτικό γεγονός, με ευρύτερες επιπτώσεις.[1] Η άδοξη κατάληξη του δημοψηφίσματος, υπονόμευσε και εξουδετέρωσε συνολικά την πολιτική και κοινωνική δυναμική που είχαν σηματοδοτήσει οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Το αντιμνημονιακό στρατόπεδο υπέστη μια σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα, οι συνέπειες της οποίας αποδεικνύονται μακροχρόνιες.
Ταυτόχρονα, το δημοψήφισμα του 2015 αποτέλεσε τομή στο μετασχηματισμό της κομματικής μορφής του ΣΥΡΙΖΑ και επιτάχυνε την απορρόφησή του από το κράτος. Η πολιτική και ιδεολογική μεταμόρφωση της ηγετικής ομάδας του κόμματος προκάλεσε εντονότατη εσωκομματική κρίση και διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του. Δεν είχε, εντούτοις, απήχηση στην κοινωνική και εκλογική βάση του κόμματος.[2] Στις εκβιαστικές εκλογές που ακολούθησαν αιφνιδιαστικά, τον Σεπτέμβριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε για δεύτερη φορά. Οι διεργασίες που προηγήθηκαν σε συμπυκνωμένο χρόνο, το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, ελλείψει εναλλακτικής λύσης, δεν οδήγησαν σε αποδοκιμασία της κυβέρνησης, αλλά σε ψήφο 2ης ευκαιρίας. Η περίοδος, όμως, της δεύτερης «κανονικής» διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, (Σεπτέμβριος 2015-Ιούλιος 2019), δεν θα αποδειχθεί «τομή», αλλά «συνέχεια» των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Το κυριότερο όμως είναι ότι, με τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την προσχώρησή του (καθώς και των ΑΝΕΛ) στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της λιτότητας, συντελέσθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα (Μαυρής 2016).