Των Παπασακελλαρίου
Ηλία, Τσιτσιμπή Γιώργο
1.
Ιστορική
αναδρομή
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι
κοινωνικοπολιτικές συνθήκες[1] οδήγησαν
την πολιτεία, στην υιοθέτηση της πολιτικής της ένταξης των ατόμων με ειδικές
ανάγκες, στο κοινωνικό, επαγγελματικό και εκπαιδευτικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε σημαντική αύξηση του
αριθμού των τμημάτων ένταξης, ενίσχυση των μονάδων ειδικής αγωγής αλλά και ο σχεδιασμός νέων υποστηρικτικών δομών όπως τα ΚΔΑΥ[2]. Οι
ανάγκες για εκπαιδευτικό προσωπικό αυξήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε
προβληματισμός για την καλύτερη εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού που θα
στελέχωνε τις παλιές και νέες δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης.
Το 1993 πάρθηκε μια κρίσιμη – λανθασμένη κατά την άποψή μας - πολιτική
απόφαση που αφορούσε την ίδρυση ξεχωριστού
Παιδαγωγικού Τμήματος Ειδικής Αγωγής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) στο Βόλο[3]. Η ίδρυση ιδιαίτερου Παιδαγωγικού Τμήματος (ΠΤΕΑ)
από το οποίο θα αποφοιτούσαν αποκλειστικά εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής, ήταν
από μόνη της μια κίνηση που στην πράξη ακύρωνε την ουσία της πολιτικής της
ένταξης και της συνεκπαίδευσης (Παπασακελλαρίου, 2007, Λαμπροπούλου & Παντελιάδου, 2000, σ.164).
Από την πρώτη μέρα υπήρξαν
φωνές που τόνιζαν την αντίφαση που περιείχε η συγκεκριμένη απόφαση. Δηλαδή την
εποχή της συνεκπαίδευσης, η πολιτεία να χωρίζει τους εκπαιδευτικούς σε δυο
μεγάλες κατηγορίες. Στους εκπαιδευτικούς των συνηθισμένων σχολικών μονάδων
(απόφοιτοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων) και στους εκπαιδευτικούς της ειδικής
εκπαίδευσης (απόφοιτοι του Παιδαγωγικού
Τμήματος Ειδικής αγωγής). Τη στιγμή που στόχος ήταν η ένταξη των μαθητών
με ε.ε.α., το υπουργείο Παιδείας προχωρούσε στην από - ένταξη των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής,
αυτών δηλαδή που καλούνταν να φέρουν σε πέρας τη συγκεκριμένη πολιτική. Για το ίδιο θέμα ο συνάδελφος Παπασπύρου σημείωνε: «υπογραμμίζεται η αντίφαση ότι ενώ
προωθείται η ένταξη των μαθητών με Μ.Δ. στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα,
ταυτόχρονα απο–εντάσσουμε την
ειδική αγωγή από την γενική παιδαγωγική και την περιθωριοποιούμε
επενδύοντάς την με τα ιμάτια μιας επίπλαστης ακαδημαϊκής αυτοδυναμίας» (Παπασπύρου,
2003, σ. 7).