ψηφιδωτό Γιάννη Τσαρούχη
στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη
“….κ’ εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι / κι αγάλια με το παίξε γέλασε και το βαθί κανάκι/ πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα θα γίνουν όλα πνέμα….”
από στίχους της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στο κάτω μέρος του μεγάλου ψηφιδωτού που φιλοτέχνησε ο Τσαρούχης το 1959-60 (διαστάσεων 3,765×2,02), βρισκόταν στον αίθριο χώρο της Σχολής Δοξιάδη στον Λυκαβηττό, δωρίστηκε από τα παιδιά του Κων. Δοξιάδη στο Μουσείο Μπενάκη και τοποθετήθηκε στην είσοδό του.
«…καμιά αρετή σχεδόν δεν φοβούνται οι δαίμονες, όσο την πραότητα….»
Ευάγριος ο Ποντικός μοναχός (γύρω στο 380μχ), “Κεφάλαια περί διακρίσεως παθών και λογισμών”
του Ανδρέα Κυράνη
- Η ανάγκη τα πράγματα να λεχτούν ακριβώς με το όνομα τους
Με το άρωμα μιας ανώνυμης οδύνης ζούμε την απαρχή ενός ασαφούς ορίζοντα. Ένας υπό μέτρηση καθημερινός θάνατος αναγγέλλεται τελετουργικά από τα δελτία ειδήσεων. Ένας αριθμός χωρίς στοιχείο προσώπου απτό στον καθένα μας. Απτό προκειμένου να αφήσουμε εκείνο το ελάχιστο δάκρυ της αληθινής συναίσθησης μιας ΚΑΙ δικής του απώλειας. Μια νέα μαζική κατηγορία ανθρώπων αναδύεται. Εκείνων που αποκτούν το θλιβερό προνόμιο, την ύστατη τους ώρα, να διαθέτουν το περίφημο “προϋπάρχον” “υποκείμενο νόσημα”. Σε μια εποχή απύθμενης ύβρεως, μια εποχή υπερανάλυσης και υπερπροσδιορισμού του παραμικρού φαινομένου σε αίτιο και αιτιατό, μια εποχή υποτιθέμενης έκρηξης της γνώσης σε όλα τα επίπεδα, η επίσημη ιατρική, η βιομηχανία της, οι υπερεθνικές και εθνικές δομές της, αποκαλύπτουν την παντελή αδυναμία τους όχι τόσο στη διαύγαση του ίδιου του “ιατρικού” συμβάντος, όσο και περισσότερο στην πρόβλεψη και τον περιορισμό των καταστροφικών του συνεπειών.
Η ίδια η πραγματικότητα ΒΟΑ για το ότι, ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΗΜΗΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ, αυτός ο συγκεκριμένος δυτικός πολιτισμός μιας χρησιμοθηρικής “επιστήμης”, έχει παντελώς αποξενωθεί από το καθ ύλη αντικείμενο του, δηλαδή το ίδιο το ανθρώπινο είδος για το οποίο υποτίθεται μεριμνά. Έχει ξεκοπεί τόσο, έχει καταστεί τόσο ανάλγητος μέσα στην παρά-μόρφωση του, ώστε να προσδιορίζει, την μέγιστη πλειοψηφία των θυμάτων της πανδημίας με την γενική ψυχρή κατηγορία κάποιου, και μάλιστα “προϋπάρχοντος”, το οποίο οφείλεται μόνο στον “ατυχή” “ασθενή”, “υποκειμένου νοσήματος”. Ποιο άραγε πραγματικό φυσικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, παραγωγικό, οικονομικό και τελικά τοξικό περιβάλλον το επιτρέπει; Η κρίση της πανδημίας αποκαλύπτει την αληθινή υπόσταση, βαθιά μεσαιωνική και σκοταδιστική, μιας διεθνούς κοινότητας επαϊόντων, εχόντων και κατεχόντων, υπόσταση που, όπως τα φαινόμενα δείχνουν, θα επιχειρήσει επιμελώς να αποκρύψει με περισσή βία στο αμέσως επόμενο διάστημα, αξιοποιώντας στο μάξιμουμ τους μηχανισμούς που κατέχει, βγάζοντας “αν χρειαστεί” και το στρατό στους δρόμους.
Διάβαζα κάπου πρόσφατα πως η αγάπη δεν έχει πατρίδες. Όμως αληθινή αγάπη, ευτοπία, δεν υφίσταται χωρίς πατρίδες παρά μόνο ως δυστοπία της ετεροτοπίας, δηλαδή ως κακέκτυπη κατασκευή.
Σε μια εποχή κατάρρευσης σε πολλαπλά επίπεδα κινδυνεύει και η δική μας κοινωνία και χώρα να πάει άπατη. Ακόμη χειρότερα ο χαμός της κινδυνεύει να φορτωθεί στο δικό της ήδη προϋπάρχον υποκείμενο νόσημα. Ήδη το ήθος και το είδος των οικονομικών μέτρων που λαμβάνονται προϊδεάζει για το ποιος θα θεωρηθεί και πάλι ως ο γνωστός “άγγλος ασθενής”.
Την ίδια στιγμή που αρμόδιοι παράγοντες, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό καταβάλουν, με πενιχρά μέσα, υπεράνθρωπες προσπάθειες καταθέτοντας την ίδια τους τη ζωή, όλοι οι επώνυμοι, έχοντες και κατέχοντες της χώρας, σπεύδουν να συμπεριληφθούν στην λίστα των δωρητών φιλανθρώπων, υπέρ του κοινού καλού, του φαντάσματος μιας κοινωνίας σε πλήρη διάλυση (με καθόλου αμελητέα και τη δική τους συμβολή), προκειμένου, αφού καταθέσουν την περίσσεια της “εταιρικής κοινωνικής τους ευθύνης” να “δικαιούνται” πρώτη θέση και στην “μοιρασιά” της επόμενης μέρας. Η σιωπηλή, σοβαρή και ανιδιοτελής, παράδοση αλληλεγγύης των κοινοτήτων του ιστορικού ελληνισμού, όπως και οι χιλιάδες δωρεές των ευεργετών αυτού του τόπου, καμία φυσικά σχέση ουσίας δεν έχει με αυτές τις κοντόθωρες πρακτικές.