Λαοκράτης Βάσσης
Τριάντα δύο χρόνια απ’ τον θάνατό του, η μορφή του Σάκη Καράγιωργα είναι αμείλικτο μέτρο των πολιτικών λογικών, των πολιτικών συμπεριφορών και των πολιτικών πεπραγμένων της Μεταπολίτευσης. Προπαντός υπό το βάρος της ζοφερής της έκβασης, της χρεοκοπίας και της μνημονιακής μέγγενης, που, ακρωτηριάζοντας την αυτεξουσιότητα της εθνικής μας συλλογικότητας, κατέστησαν τη χώρα μας μετανεωτερική αποικία εντός της Ευρωζώνης.
Κι αυτό γιατί ο Καράγιωργας συμβολίζει την άλλη πολιτική σκέψη, εναλλακτική και τραγικά αδικαίωτη, την άλλη πολιτική στάση ζωής, ασύμβατη με βολικές «προσαρμοστικές» λογικές. Γιατί συμβολίζει το άλλο πολιτικό ήθος, με την άρρηκτη διαλεκτική ενότητα πολιτικής και ηθικής. Που και τα τρία μαζί σηματοδοτούσαν μια εναλλακτική στρατηγική και συνέθεταν μια υψηλή και απαιτητική κλίμακα αξιών, το ανελαστικό διατακτικό της οποίας προδιέγραφε μιαν άλλη από τη δρομολογημένη πορεία της Μεταπολίτευσης.
Ο χαρακτήρας της «μετάβασης» στη Μεταπολίτευση και η στρατηγική αρχιτεκτόνισή της απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή οριοθέτησε αυτή την πορεία και εδραίωσε τη μεταπολιτευτική δημοκρατία επί της κοινωνίας. Για να είμαστε δίκαιοι, παρόλα αυτά, προφανώς και ήταν κατάκτηση για τον Τόπο μας.
Δεν μετεξελίχτηκε, όμως, στην πολύ αναγκαία δημοκρατία της κοινωνίας, όπως θα έπρεπε. Με τις ποιοτικές ασφαλιστικές δικλείδες ανάσχεσης των παρακμιακών ροπών και αποτροπή της οδυνηρά αρνητικής τελικής της έκβασης, που είναι η χρεοκοπία και τα μνημόνια. Είναι γι’ αυτό τεράστιες οι ευθύνες τους.
Δεν ήταν βέβαια οι όποιες υπαρκτές εγγενείς αδυναμίες του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος που αιτιοκρατικά οδήγησαν στη χρεοκοπία. Ήταν περισσότερο, αν όχι κατά κύριο λόγο, η κακή εφαρμογή απ’ τους αρπακτικούς νομείς και επικαρπωτές της μεταπολιτευτικής εξουσίας, απ’ τη δικομματική δηλαδή συγκυριαρχία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Στο καμίνι του αντιδικτατορικού αγώνα
Η υψηλή και απαιτητική κλίμακα αξιών του Σάκη Καράγιωργα, με ρίζες στην προδικτατορική περίοδο, σφυρηλατείται και παγιώνεται στο καμίνι του αντιδικτατορικού αγώνα. Στην περίπτωσή του είχε και πολύ μεγάλο προσωπικό τίμημα, τον βαρύ τραυματισμό στο δεξί του χέρι και στο κεφάλι, τα βασανιστήρια και την πολυετή φυλάκιση.
Ο επίλογος της απολογίας του στο Στρατοδικείο της χούντας ορίζει και καθορίζει, με υποδειγματική σαφήνεια, τη βαθύτερη ουσία του ανελαστικού διατακτικού της πολιτικής του ηθικής. Ηθικής που έμελλε να επισφραγίσει, σε ευθεία προέκταση της αντιστασιακής και τη μεταπολιτευτική πολιτική στάση ζωής του. Χωρίς, εννοείται, υποψία εκπτώσεων.
Διαβάζουμε σ’ αυτό το μνημειώδες κομμάτι της ιστορικής απολογίας του:
«Κύριοι στρατοδίκαι, είχα χρέος να αγωνιστώ προς αποκατάστασιν των δημοκρατικών ελευθεριών εις την χώραν. Είχα χρέος, πρώτον, ως άνθρωπος απέναντι της ιστορίας. Δεύτερον, ως καθηγητής απέναντι εις τους φοιτητές μου. Τέλος, είχα ένα προσωπικό χρέος απέναντι του ελληνικού λαού και της πατρίδος. Αυτός ο λαός έκανε πολλάς θυσίας και δαπάνες χάριν εμού. Με εσπούδασε εις τα ελληνικά Πανεπιστήμια, με έστειλε με υποτροφίαν δι’ ανωτέρας σπουδάς εις το εξωτερικόν, με έκανε καθηγητή ανωτάτης σχολής και ανώτατον κρατικόν λειτουργόν. Δι’ όλας αυτάς τας θυσίας, τι ζητεί αντάλλαγμα από εμέ ο ελληνικός λαός και η πατρίς; Τι ζητεί από όλους τους πνευματικούς ανθρώπους; Δύο μόνο πράγματα. Να προσφέρουν τας πνευματικάς των υπηρεσίας και να είναι θεματοφύλακες των ηθικών και πνευματικών αξιών του ελληνικού λαού. Είχα υποχρέωσιν, επομένως, κύριοι στρατοδίκαι, να εξοφλήσω αυτό το μεγάλο χρέος μου, ακόμη και αν παρίστατο ανάγκη να δώσω και την ζωή μου».
Ο ελληνικός, λοιπόν, λαός, κατά Καράγιωργα, ζητά από τους πνευματικούς του ανθρώπους να τον υπηρετούν με τις γνώσεις τους και να είναι θεματοφύλακες των ηθικών και πνευματικών του αξιών. Αυτή η υψηλή αίσθηση του χρέους ήταν γι’ αυτόν υπέρτατος και δια βίου νόμος της συνείδησής του.
Αυτό σημαίνει πως η λειτουργία αυτού του νόμου, καθόρισε, χωρίς αναιρετικά διλήμματα, την πολιτική του στάση και κατά τη Μεταπολίτευση, με τους διαφορετικούς προφανώς όρους και τις διαφορετικές ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων του μεταπολιτευτικού περιβάλλοντος. Διαφορές, όμως, που σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεπαν ελαστικοποίηση και ρευστοποίηση του εσώτερου πυρήνα αυτού του χρέους.