Σε ένα από τα κείμενα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου, σώζεται η εξής ιστορία, την οποία διηγήθηκε ο ίδιος ο Άγιος, και αφορά τις συνθήκες της κόλασης:
«Περπατώντας κάποια φορά στην έρημο, βρήκε παραπεταμένο πάνω στο χώμα ένα κρανίο νεκρού. Το κούνησε λίγο με το φοινικένιο ραβδί του, λέγοντάς του:
-Συ, ποιος είσαι; Αποκρίσου με.
Το κρανίο του μίλησε και είπε:
-Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδωλολατρών που παρέμειναν σ’ αυτόν τον τόπο, κι εσύ είσαι ο αββάς Μακάριος που έχεις μέσα σου το Άγιο Πνεύμα.
Όποια ώρα λοιπόν σπλαχνίζεσαι αυτούς που είναι στην κόλαση, παρηγορούνται λίγο.
Τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος:
-Και τί λογής παρηγοριά έχουν;
Και απαντά το κρανίο:
-Όση είναι η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας.
Καθώς λοιπόν στεκόμαστε μέσα στη φωτιά από το κεφάλι ως τα πόδια, δεν είναι δυνατόν ο ένας να δει το πρόσωπο του άλλου, γιατί η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου.
Όταν όμως προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή.
Έκλαψε τότε ο Γέροντας και είπε:
-Αλίμονο στην ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος, εάν αυτή είναι η παρηγοριά της κόλασης».