ΑΝΤΙΓΟΝΗ του ΣΟΦΟΚΛΗ (απόσπασμα):
ΦΥΛΑΚΑΣ:
Βλέπουμε την κόρη (Αντιγόνη), να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σαν πουλί που βρίσκει άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, μόλις είδε γυμνό το σώμα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και με βαριές κατάρες καταριόταν εκείνους που το είχαν κάνει. Μετά πήρε μέσα στις χούφτες της ψιλή σκόνη και με ένα χάλκινο βάζο ράντισε τρεις φορές τον πεθαμένο αδερφό της. Εμείς τότε, μόλις την είδαμε, ορμήξαμε και την πιάσαμε. Δεν ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καμιά απ' τις κατηγορίες.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ πρός Αντιγόνη:
Και τόλμησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορεύσει εγώ;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ:
Ο Δίας όμως δε μου τ' απαγόρεψε, ούτε η Δικαιοσύνη του Κάτω Κόσμου όρισε τέτοιους νόμους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόμους του ουρανού. Γιατί όχι μονάχα σήμερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουμε από πότε. Απ' τους θεούς εγώ δε θα τιμωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό. Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως μπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ' τις προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα 'χω κέρδος να πάω μια ώρα γρηγορότερα. Για όποιον ζει με τα δικά μου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος.