Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε θεῖο στρατήγημα τὸγεγονὸς ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ πείστηκε γιὰ τὴν ὕ– παρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Πρόνοιας ἀκριβῶς στὴν Σιβηρία, σ’ αὐτὴ τὴν no man’s land, τὴν τάχα ἀποκλεισμένη ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια. Ἐγκαταλείποντας τὴν Ἁγία Πετρού- πολη τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, στὶς 24 Δεκεμβρίου 1849, δύο μέρες μετὰ τὴν εἰκονικὴἐκτέλεσή του, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐγκατέλειπε ὄχι μόνο τὴν φωτισμένη πόλη, ἀλλὰ γυρνοῦσε καὶ τὴν πλάτη του στὴν Εὐρώπη. Καὶ ὅταν περνοῦσε τὰ Οὐράλια, ἦταν σὰν νὰ ἐγκατέλειπε τὸ χῶρο ἀλλὰ καὶ τόν (ἱστορικό) χρόνο τῆς Εὐρώπης. «Ἁξιοθρήνητη ἦταν ἡ στιγμὴ ὅταν περνούσαμε τὰ Οὐράλια», θυμᾶται σὲ ἕνα γράμμα γραμμένο τέσσερα χρόνια μετά. «Ἄλογα καὶ ἅμαξες χάθηκαν μέσα σὲ σωροὺς ἀπὸχιόνια. Ἡ χιονοθύελλα λυσ- σομανοῦσε. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὶς ἅμαξες, μέσα στὴ νύχτα, καὶπεριμέναμε, ὄρθιοι, πότε θὰ μᾶς πάρουν ἀπὸ κεῖ. Γύρω μας, τὸ χιόνι, ἡ θύελλα· τὸ ὅριο τῆς Εὐρώπης, μπροστά μας: ἡ Σιβηρία, ὅπου δὲν ξέραμε τί μᾶς περίμενε· καὶ πίσω μας: ὅλο τὸπαρελθόν· ἦταν ἀξιοθρήνητα καὶ μὲ πῆραν τὰ κλάματα»[24].
Καὶ ὅμως: ἡ συνέχεια τοῦ γράμματος ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πε πρωμένο τοῦ ἐπιφύλασσε κάτι ποὺ ἴσως δὲν θὰ εἶχε δεχτεῖ παραμένοντας σπίτι του, στὴν Εὐρώπη. Ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἀπελπισία ἔγιναν ἀμέτρητα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐμπειρία τοῦἀπείρου (τοῦ θείου) – ἐκ τῶν κάτω, ἀπὸ τὸν ἀντίστροφο δρόμο, ἀποφεύγοντας ὅ,τι θὰμποροῦσε νὰ γνωρίσει στὴν Εὐρώπη. «Δὲν θὰ σοῦ πῶ τίποτα γιὰ ὅσα συνέβησαν στὴν ψυχή μου, στὰ πιστεύω μου, στὸ μυαλό μου καὶ στὴν καρδιά μου, αὐτὰ τὰ τέσσερα χρόνια. Χρειάζεται χρόνος πολὺς νὰ σ’ τὰ λέω. Πάντως, ἡ συνεχὴς αὐτοσυγκέντρωση[25], στὴν ὁποία κατέφυγα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν πικρὴ πραγματικότητα, ἔφερε τοὺς καρπούς της. Σήμερα ἔχω ἀρκετὲς ἀνάγκες καὶ ἐλπίδες ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχαν παρουσιαστεῖ. Ἁλλὰ αὐτὸπαραμένει μυστήριο, γι’ αὐτὸ σταματῶ». Ἁργότερα προσθέτει: «Εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸτὴν ζωή μου». Αὐτὰ τὰ ἔγραφε τὸ 1854, ἔχοντας ἐκτίσει τὴ μισὴ ποινή του, ἴσως μάλιστα ἕνα βράδυ ποὺ θὰ εἶχε σκύψει καὶ πάλι στὸν Χέγκελ μαζὶ μὲ τὸν Βράνγκελ.