του Σπύρου Κουτρούλη από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 21
Στο περιοδικό Ποιητική (τεύχος 5, Άνοιξη 1995) ο Γιώργος Κεχαγιόγλου γνώρισε στο κοινό ένα ιδιαίτερα σημαντικό υπόμνημα του Ελύτη για το Άξιον Εστί, που μέχρι τότε ήταν γνωστό μόνο σε μερικούς φιλολόγους και ερευνητές, όπως ο Γ. Σαββίδης και ο Κ. Φράιερ. Σε αυτό αποκαλύπτονται όχι μόνο στοιχεία της κοσμοθεωρητικής αφετηρίας του ποιητή αλλά και λεπτομέρειες για τον τρόπο της δημιουργίας του. Κατ’ αρχάς, ο Ελύτης συμπεραίνει ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός είναι μια αίσθηση ζωντανή και πάντα παρούσα, ενώ ρητορικά αναρωτιέται:
Ο άνθρωπος, μπορεί να ζήσει χωρίς κορυφές προς τις οποίες να τείνει; Τι θα αντικαταστήσει τη θυσία, τον ηρωισμό, την αγιότητα; Ο ποιητής πρέπει να κολακεύει τις ροπές του ανθρώπου της εποχής του ή πρέπει να τις κατευθύνει εκεί που αυτός νομίζει;[1]
Ο ποιητής μιλά για μια φυσική Μεταφυσική που εξαγιάζει τις αισθήσεις και ιεροποιεί την εγκόσμια ύπαρξη.
Κατά την προσωρινή διαμονή του σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ 1948 και 1951, ο Ελύτης βλέπει την τεράστια διαφορά στο βιοτικό επίπεδο ανάμεσα στην Ελλάδα και σε αυτές τις χώρες, ώστε για «δεύτερη φορά στη ζωή μου –η πρώτη ήταν στην Αλβανία– που έβγαινε από το άτομό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου»[2]. Το ίδιο διάστημα καταδικάζει το πνεύμα της Αναγέννησης, ενώ καταλήγει σε έναν ανεστραμμένο χριστιανισμό, αφού ο άνθρωπος θα πρέπει να οδηγηθεί στην αγιότητα «όχι από το δρόμο της στέρησης αλλά από το δρόμο της πλήρωσης των αισθήσεων»[3].
Όμως, από το τυπικό της ορθόδοξης λειτουργίας θα λάβει το σχήμα το οποίο θα αποδώσει στο Άξιον Εστί, σημειώνει δε διαφωτιστικά:
Αγνοούσα εντελώς την εκκλησιαστική φιλολογία και από φόβο μήπως πέφτω σε μιμήσεις αλλά και από μιαν όψιμη περιέργεια για την τεχνική των Βυζαντινών, παράγγειλα και μου στείλανε μια «Συνέκδημο Ορθοδόξου». Πριν ακόμη πιάσω στα χέρια μου το βιβλίο, είχα φτιάξει μέσα μου τον πυρήνα ενός ποιητικού συνθετικού έργου που θα μπορούσε να βασισθεί στα τονικά συστήματα της Βυζαντινής ποίησης και κυρίως στην αρχιτεκτονική του τυπικού μιας Λειτουργίας ή Δοξολογίας. Από την άποψη αυτή, απογοητεύθηκα όταν μελέτησα τα κείμενα. Η ιεροτελεστία περιείχε στοιχεία που μόνον το θεαματικό τους μέρος μπορούσε να τ’ αξιοποιήσει. Πέρασα πολλές φάσεις. Τελικά, είδα ότι έπρεπε να φτιάξω ένα αυθαίρετο αλλά εξ ίσου αυστηρό σύστημα αλληλοδιαδοχής ειδών ποιητικών και να μη διστάσω μπροστά στην αντιφατικότητα μορφής και περιεχομένου[4].
Το ίδιο διάστημα, ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Γ. Τσαρούχης καταλήγουν ότι το πνεύμα και το τυπικό αρχαίας τραγωδίας ζει με αυθεντικό τρόπο στην ορθόδοξη λειτουργία.
Ο Ελύτης επιδιώκει να υπερβεί την Ελλάδα των διχασμών, των μερίδων που βρίσκονται σε διαμάχη, για να αναδειχθεί:
μια αίσθησις αΐδια και αναλλοίωτη στη φυσική της πραγματικότητα, στο ήθος των ανθρώπων της, στα μνημεία του λόγου και της τέχνης που έχει γεννήσει. Αυτήν προσπαθεί ν’ απομονώσει ο ποιητής που δεν μιλά και δεν πρέπει να μιλά στο όνομα μιας οποιασδήποτε μερίδας του συνόλου αλλά στο όνομα του συνόλου, με βάση το αναλλοίωτο που το χαρακτηρίζει. Αυτό που είναι ίδιο σ’ έναν αρχαίο Ναό, σε μια βυζαντινή εκκλησία και σ’ ένα νεοελληνικό λαϊκό κτίσμα, στον Θεοτοκόπουλο και στον Θεόφιλο (ίδε Σεφέρη), στον Σολωμό και στον Καβάφη, στον Ροΐδη και στον Παπαδιαμάντη. Η “αίσθησις” αυτή, στο βάθος, είναι μια αντιστοιχία της φύσης. Και η αντιστοιχία της πάλι στον τομέα της αισθητικής και της ηθικής, είναι ακριβέστατη – αρκεί να γνωρίζεις να τη διακρίνεις[5].