π. Βασίλειος Χριστοδούλου


Μέ τόν διο τρόπο πού μεγαλώνοντας να παιδί μέσα στό πλαίσιο μις γαμικς σχέσης -ξελιχθείσας σέ οκογένεια- διαπιστώνει τό οσιαστικό διαζύγιο τν γονέων του, χωρίς ποτέ ατό νά χει τυπικά μολογηθε, κάπως τσι καί ἡ δική μου νηλικίωση (λλά καί πολλν λλων) μέσα στήν κκλησία διαπίστωνε να διαζύγιο μεταξύ τς μάνας κκλησίας καί τοῦ πατέρα κόσμου, καί γιά νά τό συγκεκριμενοποιήσω, μεταξύ τς κκλησίας καί τς τέχνης, το πολιτιστικο παράγωγου κάθε ποχς, τς πολύφωνης καλλιτεχνικςνθρώπινης δημιουργίας.
Ἡ ασθηση ατή τοῦ διαζυγίου μεταξύ κκλησίας καί σύγχρονης τέχνης, εναι κυρίαρχη λες τίς τελευταίες δεκαετίες στόν τόπο μας καί εναι να πό τά μεγάλα μαρτήματα τονεοελληνικοῦ βίου, μέ κοινή εθύνη καί τν δύο, τόσο τς κκλησίας σο καί τοῦ σύγχρονου καλλιτεχνικοῦ κόσμου.
Οἱ σχέσεις πού ντιλαμβανόμουν μεταξύ τν δύο ταν πότε νεκτικές, καί πότε ἀδιάφορες, κάποτε ἀλληλοϋπονομευόμενες, πολλές φορές δέ συγκρουσιακές καί διχαστικές. πορεία νηλικίωσης κτίθεται στό συνεχές καί βασανιστικά ρωτηματικό «γιατί», καί στήν τυπη νάληψη νός χρέους, μήπως μπορῶ ἐγώ νά λειτουργήσω μιά συνάντηση, νά γίνωγώ ὁ κοινός τόπος μις λληλοκατανόησής τους.
Τό πολύ περίεργο καί ντιφατικό συναντται στήν διαπίστωση, πώς μιλώντας γιά τήν κκλησία, ς ντιπαρατιθέμενη μέ τήν σύγχρονη πολιτιστική κφραση, οσιαστικάναφερόμαστε σέ μιά διαιώνια στορική κοινότητα νθρώπων  ποία ναποθέτει συνεχς καί σταμάτητα στά θησαυροφυλάκια τν καρδιν καί στούς χώρους τς λπίδας, χι να παρελθόν, πού ο νθρωποι θά σιτίζονται τήν μνήμη, λλ’ να προσδοκώμενο μέλλον, φτιαγμένο μέ λικά το παρόντος, ζωγραφικά, γλυπτικά καί ρχιτεκτονικά, μουσικά, ποιητικά καί λογοτεχνικά, νώπιον το ποου ο νθρωποι παύουν νά ασθάνονται μετεξεταστέοι στή ζωή μέ «λη δίδακτη τόν θάνατο»[1]. 
Ἡ Ἐκκλησία δέν ποχωρεῖ σέ να παρελθόν, οτε ποδρᾶ σέ να μέλλον γιά νά ποφύγει τό παρόν. Τό παρελθόν πρέπει νά λειτουργεῖ μέσα μας ὡς μία σύμβαση πού θά νοηματοδοτεῖ τό παρόν, στε τό μέλλον ρχόμενο πό πολύ μακριά νά μήν τρομοκρατεῖ ὡς γνωστο, λλά νά ξενοδοχεται ς οκεο.