Στήν παροῦσα ἐργασία θά ἐξετάσουμε ὁρισμένες πτυχές τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί πῶς αὐτές συντίθενται μέ τήν πατερική σκέψη ἔτσι ὥστε νά ἀποτελέσουν ἕνα καινοφανές πολιτισμικό κατόρθωμα πού ἀναγέννησε ὁλοκληρωτικά ἕναν θνήσκοντα κόσμο καί ταυτόχρονα ἀποτέλεσε τήν ἀπαρχή μιᾶς νέας ἐποχῆς. Ἡ ἐξέταση αὐτή θά γίνει μέ βάση καί γνώμονα τό ἔργο τοῦ κορυφαίου ὀρθοδόξου θεολόγου τοῦ αἰώνα μας, τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ.
Κατ᾿ ἀρχήν θεωροῦμε περιττό νά τονίσουμε ὅτι στό πρόσωπο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ συναντῶνται ἡ ἄρτια θεολογική κατάρτιση μέ τήν ἐξίσου ἄρτια φιλοσοφική κατάρτιση. Πρᾶγμα – λυπηρόν εἰπεῖν – ὄχι σύνηθες στόν ὀρθόδοξο θεολογικό χῶρο. Στό ἔργο του καί διάσπαρτα σέ διάφορες μελέτες, στίς ὁποῖες θά παραπέμπουμε ἑκάστοτε, καί ὄχι σέ μία καί μόνο συστηματική ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ μελέτη, ἰχνηλατεῖται εὐκρινῶς καί μέ σπάνια διεισδυτικότητα ἐμβανθύνσεως ἡ σύνθεση τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί τῶν ἰδεῶν του μέ τό νέο μήνυμα τοῦ χριστιανισμοῦ. Πρέπει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά τονίσουμε ὅτι οἱ χριστιανοί Πατέρες ἀπεδόθησαν σέ μιά ἐργώδη προσπάθεια νά ἀποδομήσουν ἕνα παλαιό κόσμο καί νά δομήσουν ἕνα καινούργιο. Βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν περιρρέουσα πολιτισμική ἀτμόσφαιρα ἑνός κόσμου κουρασμένου καί παρερχομένου καί μέ τά ἰδεολογικά καί φιλοσοφικά ἐργαλεῖα τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔκτισαν ἕνα νέο σφριγηλό καί ζωντανό. Στό ἔργο τους αὐτό χρησιμοποίησαν ἐκλεκτικῶς τήν ἀρχαία φιλοσοφία – καί κυρίως τό νεοπλατωνισμό – καί τήν ἐνοφθάλμισαν ὀργανικά στό νέο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Παρέλαβαν ἐκλεκτικῶς ὅρους καί σχήματα τῆς ἀρχαίας σκέψεως, τούς προσέδοσαν καινούργιο νόημα ἀκριβῶς γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια. Αὐτό ἦταν τό βάπτισμα ἐν πυρί τῆς σκέψεως τῶν χριστιανῶν πατέρων πού ἐμπέδωσαν στόν ἀνατέλλοντα κόσμο. Πολύ εὔστοχα γράφει ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ: «Ἡ νέα θέα τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ, κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦταν δυνατόν νά ἐκφρασθῆ ἀκριβῶς καί ἐπαρκῶς μέ τούς φιλοσοφικούς ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά δημιουργηθῆ ἕνα νέο σύνολο ἐννοιῶν, πρίν ἡ χριστιανική πίστις ἐκφρασθῆ καί ἀναπτυχθῆ μέσα σ’ ἕνα θεολογικό σύστημα ἐν ἀλληλουχίᾳ. Τό πρόβλημα δέν ἦταν ἐκεῖνο τῆς προσαρμογῆς, ἀλλά μᾶλλον μιᾶς ριζικῆς ἀλλαγῆς τῶν θεμελιακῶν τρόπων τοῦ σκέπτεσθαι»[1].
Ἡ χριστιανική σκέψη ἐκφράστηκε μέσα – καί σέ ἀντιπαράθεση – πρός τίς ἑλληνικές κατηγορίες σκέψεως. Τά δάνεια αὐτά – ἔστω καί μεταπλασμένα σέ νέο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι – δέν εἶναι τυχαῖα. Ἀναντίρρητα ὑπάρχει, παρ᾿ ὅλες τίς ριζικές διαφορές, μιά συγγένεια σκέψεως καί νοοτροπίας, ἀνάμεσα στήν ἑλληνική καί χριστιανική σκέψη. Εἰ δ᾿ ἄλλως ἡ ὀργανική αὐτή σύζευξη – καί ὄχι μόνο σύζευξη – ἀλλά καί μετάπλαση θά ἦταν ἀδύνατη. Ὁ χριστιανισμός βρῆκε ἕνα στέρεο ἔδαφος στό ὁποῖο θά μποροῦσε νά ἀκουμπήσει καί νά θεμελιώσει τό δικό του οἰκοδόμημα. Ἡ συνάντηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν ἑλληνισμό δέν εἶναι ἀσφαλῶς «τυχαία» καί «συμπτωματική». Δέν ὀφείλεται σέ τυφλές ἱστορικές συγκυρίες. Ὁ Ἑλληνισμός διέθετε ἐν δυνάμει τή ζύμη ἐκείνη τῆς σκέψεως καί τῆς διανοήσεως πού θά μεταβάλλονταν στό καινούργιο φύραμα. Ὁ π. Γεώργιος εἶναι ἀποκαλυπτικός στό σημεῖο αὐτό: