Του Σωτήρη Σόρογκα* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 18
Αρχίζοντας να γράφω, με συγκίνηση και αμηχανία, αυτά τα λόγια για τον κεκοιμημένο γλυκό μου φίλο και μεγάλο ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά,
σκέφτηκα την απροσδόκητη μοίρα, που καθορίζει τη ζωή μας, τα χρόνια που
χάθηκαν τόσο γρήγορα, καθώς και την αθέατη οδύνη που μας συντροφεύει
σιωπηλά.
Αμήχανος και μη γνωρίζοντας από πού να αρχίσω πρώτα τα εγκώμια, θυμήθηκα τα λόγια της κόρης μου, η οποία, όπως όλα τα παιδιά, διαισθάνονται καλύτερα τον χαρακτήρα των ανθρώπων:
Μπαμπά, όσο θυμάμαι το σπίτι μας στον Κουβαρά, ο Μυταράς ήταν ο καλύτερος άνθρωπος από όλους τους φίλους σου που έρχονταν εκεί. Μιλούσε μαζί μου με αληθινό ενδιαφέρον και πάντοτε μου έφερνε ξύλινα χρωματιστά παιχνίδια, σβούρες και σπιτάκια, εξηγώντας μου με υπομονή πώς να τα παίζω.
Έχει πάντοτε στο δωμάτιό της κι ένα τρυφερό έργο του με χρώματα παστέλ, που της χάρισε στα βαφτίσια της.
Όλοι τον αγαπούσαμε στη Σχολή και πρώτος ο δάσκαλός μας Γιάννης Μόραλης, ο οποίος τον είχε βοηθό ήδη από τα σπουδαστικά χρόνια. Αντιλήφθηκε αμέσως την ξεχωριστή προσωπικότητά του, τη δημιουργική του φύση, τις μεγάλες του εικαστικές ικανότητες, το υψηλό του ήθος, το οποίο υπήρχε πάντοτε σε κάθε έκφανση της ζωής του. Οι στενοί του φίλοι Γιώργος Καρτάλος και Φάνης Σιαντής, που είχαν την τύχη να τον βλέπουν αργότερα και όταν ζωγράφιζε, μου μιλούσαν για τον ακραίο θαυμασμό τους μπροστά στις απίστευτες ικανότητές του να δημιουργεί τους πίνακές του. Ο τρόπος που ζωγράφιζε θύμιζε και σ’ εμένα όσα γνώριζα για τον Πικασό, με τη βεβαιότητα στην κίνηση γραφής και οδηγό το ένστικτο, που γνώριζε μόνο του τί έπρεπε να κάνει.
Μεγάλος θαυμαστής του –πέραν του πλήθους των συλλεκτών– υπήρξε κι ο Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος τον θαύμαζε επιπροσθέτως, όπως κι εγώ, για τα έξοχα κείμενά του, όπου, προλογίζοντας ενθέρμως εκθέσεις και βιβλία του, γράφει:
Αλήθεια, ζήλεψα την ηθική άνεση της παρρησίας με την οποία ο Μυταράς διατυπώνει απλά το καίριο.
Το ενδιαφέρον ερώτημα της συναντήσεώς μας, αν δηλαδή έχει το παρελθόν μέλλον, παρά το χαώδες του φάσματός του και την πολυσημία των εκδοχών του, παραμένει ένα ερώτημα με κρυφή και παιγνιώδη αναφορά. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αναφέρεται και στον φυσικό αναπαλλοτρίωτο νόμο της συνεχούς επαναλήψεως.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω μορφές παρελθόντος που διεισδύουν ως συνέχεια μιας πνευματικής παραδόσεως με ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως τα καταγράφει ο Δημήτρης Μυταράς, τόσο στα εξαιρετικώς ενδιαφέροντα κείμενά του, όσο και με την ίδια τη ζωγραφική του. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι διακατείχετο κι αυτός απ’ τον «καημό της ρωμιοσύνης», όταν λέει με θλίψη:
Η βαυαρική σχολή με τον Όθωνα στοίχισε στους Έλληνες έναν αιώνα παραπλανημένης ζωγραφικής, η οποία ισοπέδωσε και εξαφάνισε τεράστια ταλέντα.
Αμήχανος και μη γνωρίζοντας από πού να αρχίσω πρώτα τα εγκώμια, θυμήθηκα τα λόγια της κόρης μου, η οποία, όπως όλα τα παιδιά, διαισθάνονται καλύτερα τον χαρακτήρα των ανθρώπων:
Μπαμπά, όσο θυμάμαι το σπίτι μας στον Κουβαρά, ο Μυταράς ήταν ο καλύτερος άνθρωπος από όλους τους φίλους σου που έρχονταν εκεί. Μιλούσε μαζί μου με αληθινό ενδιαφέρον και πάντοτε μου έφερνε ξύλινα χρωματιστά παιχνίδια, σβούρες και σπιτάκια, εξηγώντας μου με υπομονή πώς να τα παίζω.
Έχει πάντοτε στο δωμάτιό της κι ένα τρυφερό έργο του με χρώματα παστέλ, που της χάρισε στα βαφτίσια της.
Όλοι τον αγαπούσαμε στη Σχολή και πρώτος ο δάσκαλός μας Γιάννης Μόραλης, ο οποίος τον είχε βοηθό ήδη από τα σπουδαστικά χρόνια. Αντιλήφθηκε αμέσως την ξεχωριστή προσωπικότητά του, τη δημιουργική του φύση, τις μεγάλες του εικαστικές ικανότητες, το υψηλό του ήθος, το οποίο υπήρχε πάντοτε σε κάθε έκφανση της ζωής του. Οι στενοί του φίλοι Γιώργος Καρτάλος και Φάνης Σιαντής, που είχαν την τύχη να τον βλέπουν αργότερα και όταν ζωγράφιζε, μου μιλούσαν για τον ακραίο θαυμασμό τους μπροστά στις απίστευτες ικανότητές του να δημιουργεί τους πίνακές του. Ο τρόπος που ζωγράφιζε θύμιζε και σ’ εμένα όσα γνώριζα για τον Πικασό, με τη βεβαιότητα στην κίνηση γραφής και οδηγό το ένστικτο, που γνώριζε μόνο του τί έπρεπε να κάνει.
Μεγάλος θαυμαστής του –πέραν του πλήθους των συλλεκτών– υπήρξε κι ο Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος τον θαύμαζε επιπροσθέτως, όπως κι εγώ, για τα έξοχα κείμενά του, όπου, προλογίζοντας ενθέρμως εκθέσεις και βιβλία του, γράφει:
Αλήθεια, ζήλεψα την ηθική άνεση της παρρησίας με την οποία ο Μυταράς διατυπώνει απλά το καίριο.
Το ενδιαφέρον ερώτημα της συναντήσεώς μας, αν δηλαδή έχει το παρελθόν μέλλον, παρά το χαώδες του φάσματός του και την πολυσημία των εκδοχών του, παραμένει ένα ερώτημα με κρυφή και παιγνιώδη αναφορά. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να αναφέρεται και στον φυσικό αναπαλλοτρίωτο νόμο της συνεχούς επαναλήψεως.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω μορφές παρελθόντος που διεισδύουν ως συνέχεια μιας πνευματικής παραδόσεως με ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως τα καταγράφει ο Δημήτρης Μυταράς, τόσο στα εξαιρετικώς ενδιαφέροντα κείμενά του, όσο και με την ίδια τη ζωγραφική του. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι διακατείχετο κι αυτός απ’ τον «καημό της ρωμιοσύνης», όταν λέει με θλίψη:
Η βαυαρική σχολή με τον Όθωνα στοίχισε στους Έλληνες έναν αιώνα παραπλανημένης ζωγραφικής, η οποία ισοπέδωσε και εξαφάνισε τεράστια ταλέντα.