του Χρίστου Π. Φαράκλα
Είδα τις προάλλες τη «Φόνισσα» στα Ολύμπια. Ήταν ένα έργο συναρπαστικό, καλογυρισμένο, καλοπαιγμένο και από κάθε άποψη προσεγμένο αλλά… Παπαδιαμάντης ΔΕΝ ήταν. Το είχα καταλάβει αυτό και από τα διαφημιστικά τρέιλερ του έργου που είχα ήδη δει στην τηλεόραση και ήμουν περίπου προετοιμασμένος για το τι θα έβλεπα στην οθόνη. Γι’ αυτό δεν ξαφνιάστηκα και πολύ. Δεν θα ήθελα να καταπιαστώ εδώ με «βαθυστόχαστες αναλύσεις» και «διεισδυτικές κριτικές» αλλά να επισημάνω απλώς –ΟΧΙ απλά!– ότι η αναμέτρηση των παραγόντων του έργου με τον κολοσσό που λέγεται Παπαδιαμάντης δεν ήταν απλώς άνιση αλλά και καταδικασμένη εξαρχής, αν όχι σε παταγώδη αποτυχία, τουλάχιστον σε απόλυτη αστοχία. Και εξηγούμαι:
Αστοχία –και μάλιστα τύπου βολής στον… γάμο του Καραγκιόζη!– είναι να δημιουργείται στον θεατή η εντύπωση ότι πρόθεση του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα» είναι να καταδικάσει την πατριαρχία και τις συνέπειές της. Ο Παπαδιαμάντης με τη «Φόνισσα» δεν κοινωνιολογεί. Ούτε γράφει ένα ψυχολογικό ή αστυνομικό θρίλερ. Το κοινωνικό πρόβλημα που θίγεται στο παπαδιαμαντικό έργο –και που αποτέλεσε, ως φαίνεται, τη μέγιστη τιμή της εμβέλειας την οποία θα μπορούσε να λάβει η αντιληπτική δυνατότητα των συντελεστών του κινηματογραφικού έργου– είναι μόνο η αφορμή για να θέσει ο Παπαδιαμάντης ένα πολύ καίριο ηθικο-θεολογικό ζήτημα, το οποίο αφορά τα όρια ανάμεσα στο αγαθό και το κακό, και να διατυπώσει επ’ αυτού μία άποψη, η οποία, υπερβαίνοντας την ιεροεξεταστική νομικίστικη αντίληψη ότι το αγαθό και το κακό είναι επιδεκτικά οριοθέτησης, τσακίζει με επαναστατική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τόλμη τις αυτονόητες, και καθησυχαστικές ίσως, σχετικές παραδοχές και συμβάσεις.