της Μαρίας Χατζησταυράκη
Μετά τις διπλές εκλογές Μαΐου και Ιουνίου, την επικράτηση της Ν.Δ. και ιδίως με την άνοδο ακροδεξιών και συντηρητικών κομμάτων, ξεκίνησε, για άλλη μια φορά, μια παλιά και οικεία στα αριστερά ακροατήρια ρητορική γύρω από τον ακροδεξιό ή / και φασιστικό κίνδυνο. Και βέβαια μια τέτοια γραμμή πάντα διανθίζεται από κοσμητικά επίθετα απέναντι στον ελληνικό λαό (κυρ-Παντελήδες που θέλουν μετεωρίτη κ.ο.κ.) και τον τόπο (… γιδότοπο).
Αυτή η τοποθέτηση τείνει ενίοτε να ξεχνά ή και να υποβιβάζει το μεγάλο κίνδυνο για τους λαούς και τα υποτελή στρώματα, που δεν είναι άλλος από το μπλοκ της παγκοσμιοποίησης και τους εκπροσώπους του. Στη χώρα μας η συστημική τριάδα (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) αποτελείται από δυνάμεις που με τον παλιό τρόπο ανάγνωσης της πολιτικής γεωγραφίας θα χαρακτηρίζαμε κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές. Δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα για την επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού. Πρόκειται για τις πολιτικές δυνάμεις που τα τελευταία χρόνια (συμπεριλαμβανομένης της τετραετίας Μητσοτάκη 2019-2023) υπηρέτησαν με μεγάλη σπουδή τις επιταγές της ευρωκρατίας (μνημόνια, λιτότητα, μεταναστευτικό, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης) αλλά και του ευρωατλαντισμού (πόλεμος στην Ουκρανία, όπλα κ.λπ.), καθότι η τριάδα αυτή βρίσκεται στη… σωστή πλευρά της ιστορίας. Ιδίως στην τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η «αντιπολίτευση» λειτούργησε σε όλα τα κρίσιμα και σοβαρά ζητήματα του τόπου ως συμπολίτευση ψηφίζοντας μάλιστα σε μεγάλα ποσοστά τα νομοσχέδια της Ν.Δ. Ακόμα και η στάση που κρατήθηκε μετά τα Τέμπη ήταν τέτοια που να χαμηλώνει την ένταση και να καναλιζάρει την οργή, την αγανάκτηση και τις αντιδράσεις του κόσμου. Πάει και παραπέρα η τοποθέτηση αυτή τονίζοντας την άνοδο της ακροδεξιάς και σε κάθε εκλογική διαδικασία στην Ευρώπη ξεχνώντας και πάλι συχνά τους διάφορους «δημοκράτες», «τεχνοκράτες», «πράσινους» που κρατούν τα ηνία.