Φίλλιπος Sherrard
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν, την Παρασκευή 23 Μαρτίου 1453, ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε από την Αδριανούπολη για την Κωνσταντινούπολη με 12.000 Γενίτσαρους, αυτά τα «νέα στρατεύματα» που σχηματίστηκαν το 1326, για να αποτελέσουν μια ελίτ θρησκευτικό-στρατιωτική αδελφότητα υπείκοντας σε ένα μισογαμικό ασκητικό κανόνα που προέρχεται από εκείνον του δερβίση αγίου Χατζή Μπεκτάς, και της οποίας τα μέλη είχαν στρατολογηθεί, με μια εφευρετικότητα που θα πρέπει να λογίζεται αξιοθαύμαστη κάνοντάς τη να φαίνεται λιγότερο σατανική, όχι από Τούρκους, αλλά από τα ευρωστότερα αρσενικά παιδιά των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου.
Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Σουλτάνου είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. «Όπως είναι σαφές», έγραψε ο αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ’ Δραγάσης, στον Μωάμεθ, «επιθυμείς τον πόλεμο περισσότερο από την ειρήνη, και καθώς δε μπορώ να σε ικανοποιήσω, ούτε με τις διαβεβαιώσεις μου για ειλικρίνεια, ούτε με την ετοιμότητά μου να ορκιστώ πίστη, ας γίνει σύμφωνα με την επιθυμία σου. Στρέφομαι τώρα και κοιτάζω προς το Θεό μόνο. Κι αν είναι το θέλημά του η πόλη να γίνει δική σου, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να του αντιταχθεί; Αν πρόκειται να σου εμφυσήσει την επιθυμία για ειρήνη, αυτό μόνο θα με κάνει πολύ χαρούμενο.
Ωστόσο, σε απελευθερώνω από όλους τους όρκους και τις συνθήκες σου μαζί μου, και, κλείνοντας τις πύλες της πρωτεύουσας μου, θα υπερασπιστώ τον λαό μου μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Βασίλευε εν ευτυχία έως ότου ο Δικαιοκρίτης, ο Υπέρτατος Θεός, μας καλέσει και τους δυο ενώπιόν της καθέδρας της κρίσεώς του»[2].
Προετοιμασίες για πολιορκία ήταν σε εξέλιξη από το τέλος του προηγούμενου έτους· ήδη το θηριώδες κανόνι του Μωάμεθ είχε τοποθετηθεί στη θέση του, και το υπόλοιπο του στρατού του –εκτιμάται κάπου μεταξύ εβδομήντα και εκατόν σαράντα χιλιάδων πολεμιστών– είχε παραταχθεί έξω από τα τείχη της πόλης.
Στις 6 Απριλίου έφτασε ο Σουλτάνος και η σκηνή του, και στις 11 Απριλίου ξεκίνησε ο τουρκικός κανονιοβολισμός.
Η πολιορκία συνεχίστηκε για τις επόμενες έξι εβδομάδες, αντιστεκόμενων μέεσα στην πόλη, υπό τον αυτοκράτορα επί κεφαλής, περίπου επτά χιλιάδων πολεμιστών. Μεταξύ αυτών ήταν περίπου δύο χιλιάδες ξένα στρατεύματα συμπεριλαμβανομένου ενός αποσπάσματος από πεντακόσιους Γενουάτες υπό την αρχηγία, per benefitio de la Christianitade et per honor de lo mundo, του Ιωάννη Ιουστινιάνη ντι Λόνγκο. Αυτό το απόσπασμα κρατούσε την κρίσιμη Πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει το βαρύτερο κανόνι τους και τους καλύτερους στρατιώτες και πίσω τους, επίσης, είχε πάρει τη θέση του ο Σουλτάνος, που περιβάλλονταν από τους Γενιτσάρους του με τα λευκά καπέλα.