Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκε
κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε
μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα
να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου κοινοτικό
αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων; Τι
έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη
βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;
Του Σπύρου Κουτρούλη από το Άρδην τ. 43
Η κοινότητα δεν υπήρξε μια συσσωμάτωση αδιάφορη για το μάτι των ερευνητών. Από νωρίς διαπιστώθηκε, ότι η εξέταση της θα έθετε κρίσιμα προβλήματα και θα αποκάλυπτε ουσιώδεις πτυχές της νέας ελληνικότητας.
Σε πολλές περιπτώσεις θεωρήθηκε ως δημοσιονομικός θεσμός της τουρκοκρατίας, ενώ σε άλλες προσδιορίστηκε η γενεαλογία της στο αρχαίο άστυ και σε σταθερούς γεωοικονομικούς παράγοντες. Δείγμα των ποικίλλων απόψεων που διατυπώθηκαν είναι και η σύνδεση της με την οργάνωση της οικονομικής ζωής κατά την εποχή του Βυζαντίου. Επιπροσθέτως υποστηρίχθηκε ότι η κοινότητα αποτέλεσε μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που άνθισε στα Βαλκάνια υπό διάφορες μορφές και γενικότερα στην ορθόδοξη ανατολή (Ρωσία, παρευξείνιες χώρες). Φαίνεται να υπάρχει μια γενική συμφωνία, ότι η σημασία της κοινότητας αρχίζει να υποχωρεί αμέσως μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και το τέλος της κυβερνήσεως Καποδίστρια. Στα πλαίσια μιας απαισιόδοξης ερμηνείας, η κοινότητα δεν έχει πλέον θέση σε μια διαρκώς εκτεχνικευμένη κοινωνία και αναγκαστικά θα ακολουθήσει την μοίρα του διαρκώς συρρικνούμενου γεωργικού τομέα. Αντίθετα, κατά άλλες εκτιμήσεις, τα σύγχρονα πληροφοριακά δίκτυα και η αλματώδης ανάπτυξη των μέσων συγκοινωνίας, ευνοούν την αποκεντρωμένη οργάνωση του πολιτικού και κοινωνικού βίου.
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε από μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού.
Ο Κ. Καραβίδας βρίσκει έναν αναπάντεχο σύμμαχο σε ορισμένα κείμενα του Κ. Μαρξ, τα οποία ξεφεύγουν από τον νομοτελειακό εξελικτισμό που διακρίνει τον βασικό πυρήνα της σκέψης του.
Σε δύο επιστολές του ο Κ. Μαρξ το 1877,
Προς τον Μιχαηλοφσκι και το 1881,
προς τη Βέρα Ζάσουλιτς τάσσεται με όσους στην Ρωσία «στην ζωτικότητα της συνεργατικής αγροτικής κοινότητας» βλέπουν το σπόρο για εκέινο που θα ονομάζαμε σήμερα «μη καπιταλιστική ανάπτυξη» προμηνύοντας τον κομμουνισμό.
[2] Όπως υπογραμμίζει
Ε. Μπαλιμπάρ, που παραθέτει τα κείμενα του Μαρξ, η κοινότητα «μπορεί να χρησιμεύσει για την «αναγέννηση της Ρωσίας», δηλαδή για την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, αποφεύγοντας τους «ανταγωνισμούς», τις «κρίσεις», τις «συγκρούσεις» και τις «καταστροφές» που σημάδεψαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, δεδομένου ότι η κοινοτική μορφή είναι σύγχρονη (όρος στον οποίο ο Μαρξ επανέρχεται με επιμονή) με τις πιο αναπτυγμένες μορφές της καπιταλιστικής παραγωγής, τις τεχνικές της οποίας μπορεί να δανειστεί από τον περιβάλλοντα «χώρο».
[3] Είναι βέβαιο ότι αν οι Σοβιετικοί είχαν επιλέξει να σεβαστούν την κοινοτική παράδοση θα ήταν εντελώς διαφορετική η εξέλιξη των κοινωνιών τους.
Η κοινότητα δεν αντιτίθεται απαραίτητα στην ύπαρξη ισχυρής κεντρικής αρχής, όπως τεκμηριώνεται από το γεγονός της παρουσίας της κατά την βυζαντινή και οθωμανική κυριαρχία. Θα αναμέναμε ενδεχομένως από τον Καραβίδα να ερμηνεύσει την κοινότητα, ως απότοκο της απουσίας προτεσταντικού ήθους που η δραστική του παρουσία σε χώρες της Δύσης ευνόησε την υπολογιστική οργάνωση του βίου και την ατομική συσσώρευση πλούτου. Μια τέτοια οπτική, που εκκινά βέβαια από τους προβληματισμούς του M. Weber αλλά και με την συνδρομή άλλων αιτιοτήτων, όπως του γεγονότος ότι στην οθωμανική κυριαρχία η γη θεωρείτο ότι ανήκε στον Θεό και στον γήινο εκπρόσωπο του τον Σουλτάνο, την ισότιμη αποδοχή του εθιμικού δικαίου και του ρωμαϊκού δικαίου, μπορεί να εξηγήσει την μακρά απουσία από την νεοελληνική κοινωνία μιας αυθεντικά δυτικής εκδοχής της κεφαλαιοκρατίας –που σημαίνει όχι μόνο συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις αλλά και συγκεκριμένο ήθος σαν αυτό που αδρότατα μας περιέγραψε ο W. Sombart στο έργο του «Αστοί» και την πεισματική εμμονή της, στην κοινότητα ή σε αποτυχημένες εκδοχές του κοινοτικού συνεργατισμού. Ο Καραβίδας δεν γοητεύτηκε από την σκέψη του M. Weber. Απέδωσε την κοινότητα σε ένα σύνολο αξιών που κληρονομούνται στον νεοελληνισμό κατευθείαν από το αρχαίο άστυ καθώς και σε αναλλοίωτους γεωοικονομικούς παράγοντες. Το έργο του είναι εκτενέστατο. Περιλαμβάνει δημοσιεύσεις σε περιοδικά που εκδίδονταν ανάμεσα στο 1920-1930 όπως στην Πολιτική Επιθεώρηση του Ι. Δραγούμη και στην Κοινότητα του Ν. Μαλούχου και έργα όπως Η κοινοτική πολιτεία, Αγροτικά, Μακεδονικοί Ύμνοι, Γεωοικονομία και κοινοτισμός, Ευρωπός, Η μακεδονοσλαβική αγροτική κοινότης, Η Δημοκρατία και η Αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι, Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός, Η τοπική αυτοδιοίκησις και ο επιχώριος εν Ελλάδι οικονομικός ρεζιοναλισμός –οικονομικαί, κοινωνικαί και πολιτικαί εφαρμογαί του κοινοτισμού επί του ουσιαστικού περιεχομένου της δημοκρατίας εν Ελλάδι. Παρά τον ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο γραφής και τις επιμέρους πιθανές ενστάσεις το έργο του Κ. Καραβίδα περιέχει ανεκτίμητο πλήθος πρωτογενών παρατηρήσεων και σκέψεων.