Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Μόριτς Σταϊνσνάιντερ, ένας από τους ιδρυτές της επιστήμης του Ιουδαϊσμού, δήλωσε, προς σκανδαλισμό πολλών «ορθά» σκεπτόμενων ανθρώπων, ότι το μόνο πράγμα, που θα μπορούσαμε να πράξουμε για τον Ιουδαϊσμό, ήταν να του εξασφαλίσουμε μιαν αξιοπρεπή κηδεία. Αυτή η κρίση μπορεί να ισχύει έκτοτε και για την Εκκλησία και για τον δυτικό πολιτισμό στο σύνολό του. Εκείνο που συνέβη στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι η αξιοπρεπής κηδεία, για την οποία μίλησε ο Σταϊνσνάιντερ, δεν τελέστηκε ούτε τότε για τον Ιουδαϊσμό ούτε σήμερα για τη Δύση.
Ουσιαστικό μέρος της κηδείας στην παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας είναι η ακολουθία του Ρέκβιεμ, της οποίας το Εισοδικό ανοίγει κατά λέξη με τη φράση: Requiem aeternam dona eis, Domine, et lux perpetua luceat eis. («Ανάπαυση αιώνια δώσε σε αυτούς, Κύριε, και ας τους φωτίζει αέναο φως»). Μέχρι το 1970, το ρωμαϊκό ευχολόγιο προέβλεπε στη διάταξη της ακολουθίας του Ρέκβιεμ και την απαγγελία του ύμνου Dies irae («Ημέρα οργής»). Η επιλογή του συγκεκριμένου ύμνου συνάδει απόλυτα με το γεγονός ότι ο ίδιος ο όρος με τον οποίο ονοματίζεται η ακολουθία για τους κεκοιμημένους προερχόταν από ένα αποκαλυπτικό κείμενο, την Αποκάλυψη του Έσδρα, που επικαλούνταν ταυτόχρονα την ειρήνη και το τέλος του κόσμου: requiem aeternitatis dabit vobis, quoniam in proximo est ille, qui in finem saeculi adveniet, «θα σας δώσει αιώνια ειρήνη, γιατί αυτός, που έρχεται στο τέλος των αιώνων, είναι εγγύς». Η κατάργηση του dies irae το 1970 συνδυάζεται με την εγκατάλειψη κάθε εσχατολογικού αιτήματος από την Εκκλησία, η οποία με αυτόν τον τρόπο έχει πλήρως συμμορφωθεί και εναρμονιστεί με την ιδέα της άπειρης προόδου, που ορίζει τη νεωτερικότητα. Αυτό που αφήνεται να εκπέσει και αποβάλλεται, χωρίς το θάρρος να εξηγηθούν οι λόγοι –η ημέρα της οργής, η τελευταία ημέρα– μπορεί να αδραχθεί ως όπλο για να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις ποταπότητες και τις αντιφάσεις της εξουσίας τη στιγμή του τέλους της. Αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε εδώ, προσπαθώντας να τελέσουμε, χωρίς πρόθεση παρωδίας, όμως έξω από την Εκκλησία, που συγκαταριθμείται στους νεκρούς, ένα είδος συντομευμένης κηδείας για τη Δύση.
Dies irae, dies illa solvet saeclum in favilla, teste David cum Sybilla.
(«Ημέρα θυμού, εκείνη την ημέρα θα καταστρέψει τον κόσμο τρέποντάς τον σε στάχτη, όπως μαρτυρούν ο Δαβίδ και η Σίβυλλα.»)
Ο καπιταλισμός που εδραιώνεται σε πλανητική κλίμακα δεν είναι ο καπιταλισμός με τη μορφή που προσέλαβε στη Δύση: είναι μάλλον ο καπιταλισμός στην κομμουνιστική εκδοχή του, που συνδυάζει μια εξαιρετικά ταχεία παραγωγική ανάπτυξη μ’ ένα ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς. Αυτή είναι η ιστορική σημασία του ηγετικού ρόλου που αναλαμβάνει η Κίνα, όχι μόνο στην οικονομία με τη στενή έννοια, αλλά επίσης, όπως έδειξε εύγλωττα η πολιτική χρήση της πανδημίας, ως παράδειγμα διακυβέρνησης των ανθρώπων. Ότι τα καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν στις υποτιθέμενες κομμουνιστικές χώρες ήταν ένας ιδιαίτερος τύπος καπιταλισμού, ειδικά προσαρμοσμένος σε οικονομικά καθυστερημένες χώρες και χαρακτηρισμένος γι’ αυτό το λόγο ως κρατικός καπιταλισμός, ήταν απόλυτα γνωστό σε όποιον ξέρει να διαβάζει ιστορία· εντελώς απροσδόκητο, αντίθετα, ήταν ότι αυτός ο τύπος καπιταλισμού, που φαινόταν να έχει ολοκληρώσει το έργο του και συνεπώς να έχει ξεπεραστεί, προοριζόταν, παρ’ όλα αυτά, να γίνει, σε τεχνολογικά εκσυγχρονισμένη μορφή, η δεσπόζουσα αρχή στην παρούσα φάση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό ότι σήμερα παρακολουθούμε μια σύγκρουση μεταξύ του δυτικού καπιταλισμού, που συνυπήρχε με το κράτος δικαίου και την αστική δημοκρατία, και του νέου κομμουνιστικού καπιταλισμού, απ’ την οποία αυτός ο τελευταίος φαίνεται ν’ αναδεικνύεται νικητής. Αυτό που είναι βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι το νέο καθεστώς θα ενώσει εν εαυτώ την πιο απάνθρωπη όψη του καπιταλισμού με την πιο βάρβαρη πλευρά του κρατικού κομμουνισμού, συνδέοντας την ακραία αποξένωση στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μ’ έναν κοινωνικό έλεγχο άνευ προηγουμένου.
Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το βιβλίο ” Που βρισκόμαστε η επιδημία ως πολιτική” του Τζόρτζιο Αγκάμπεν σε εξαιρετική μετάφραση Τάσου Θεοφιλογιαννάκου και Παναγιώτη Καλαμαρά, από τις εκδόσεις Αλήστου μνήμης.
Του Πάολο Φλόρες ντ’ Αρκάις* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 20 που κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα. Το κείμενο είναι μέρος ένος εκτεταμένου αφιερώματος με τίτλο: “Τζόρτζιο Αγκάμπεν και η επιδημία του φιλοσόφου, βιοπολιτική – εξαίρεση – κυριαρχία”.
Σε αυτούς τους πικρούς καιρούς του κορωνοϊού, η φιλοσοφία θα μπορούσε να βοηθήσει μια και αποτελεί εξ ορισμού «αγάπη της σοφίας», δηλαδή της γνώσης και της σύνεσης, και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και να αντιδράσουμε με τον πιο κατάλληλο και υγιή τρόπο (στο σώμα και στην ψυχή, που είναι εξάλλου το ίδιο πράγμα: “And if the body were not the soul, what is the soul?” («Και αν το σώμα δεν ήταν η ψυχή, ποια είναι τότε η ψυχή;», Walt Withman). Θα μπορούσε (και θα έπρεπε). Αλλά πόσοι φιλόσοφοι αγαπούν πραγματικά τη γνώση και την καλλιεργούν, αντί να προτιμούν το σούπερ-μάρκετ των δεισιδαιμονιών και/ή των θεολογικών αναμηρυκασμών, των πνευματικών υπνοβασιών και/ή των αντι-επιστημονικών εξορκισμών, βυθιζόμενοι και/ή ριζώνοντας στα ασήμαντα παραληρήματα του ναρκισσισμού;
Διαβάζουμε τα μαργαριτάρια της αντι-γνώσης/σοφίας που αποστάχθηκαν πριν από λίγες μέρες (11 Μαρτίου) από έναν διάσημο φιλόσοφο με διεθνές ακροατήριο, ιδιαίτερα προβεβλημένο στον αμερικανικό ακαδημαϊκό κόσμο, κορεσμένο από «μετά» (μετα-χαϊντεγκεριανό, μετα-φουκωϊκό, μετά-ντεριντιανό, μετά-μετά) και όχι μόνο: τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν.
Ο τίτλος του σύντομου αλλά πολύ πυκνού κειμένου του είναι «Μολυσματική νόσος» και στον υπότιτλο ακολουθεί μισή γραμμή από τους Αρραβωνιασμένους του Μαντσόνι(Manzoni): «Ο μιαρός (επιμολυντής)! ούστ! ούστ! Διώξτε μακριά τον μιαρό!».
Η θέση του μετα-φιλόσοφου είναι ότι στην Ιταλία αντιμετωπίζουμε μια «υποτιθέμενη επιδημία του ιού της κορώνας», την οποία ακολουθεί ένας αδικαιολόγητος «πανικός», «μία από τις πιο απάνθρωπες συνέπειες» του οποίου συνίσταται στη διάδοση της «ιδέας της μόλυνσης». Εν ολίγοις, το πρόβλημα δεν είναι η μόλυνση, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (ο Αγκάμπεν είχε ήδη χαρακτηρίσει την επιδημία ως επινόηση στις 26 Φεβρουαρίου) αλλά το γεγονός ότι εξαπλώνεται η ιδέα της ύπαρξής της. Η ιδέα αυτή για τον μετα-φιλόσοφο φαίνεται λιγότερο ή περισσότερο αποτρόπαια, καθώς «ήταν ξένη στην ιπποκρατική ιατρική» και βρήκε «τον πρώτο αθέλητο πρόδρομό της κατά τη διάρκεια των λοιμών που σάρωσαν κάποιες ιταλικές πόλεις μεταξύ του 1500 και του 1600». Εξάλλου, μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε γράψει ενάντια στα «ξέφρενα, παράλογα και απολύτως αδικαιολόγητα μέτρα έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκαν για μια υποτιθέμενη επιδημία του ιού κορώνα».
Ως απόδειξη δε του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μετάδοση, αλλά μόνο εξάπλωση (μετάδοση!) της ιδέας του ιού, δεδομένου ότι η επιδημία είναι «υποτιθέμενη» και στην πραγματικότητα είναι «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι αρχές» που «προσπαθούν με όλα τα μέσα να δημιουργήσουν κλίμα πανικού», ο μετα-φιλόσοφος μεταγράφει από τον Μαντσόνι την «κραυγή» του κυβερνήτη του Μιλάνου, το 1576:
Έχοντας ενημερωθεί από τον κυβερνήτη ότι μερικοί άνθρωποι με ελάχιστη αίσθηση ανθρωπισμού, προκειμένου να τρομοκρατήσουν και να τρομάξουν τους ανθρώπους και τους κατοίκους αυτής της πόλης του Μιλάνου και να τους παρακινήσουν σε κάποια αναταραχή, αλείφουν με ουσίες, που υποστηρίζουν ότι είναι λοιμώδεις και μολυσματικές, τις πόρτες και τις κλειδαριές των σπιτιών και τις γωνιές των συνοικιών αυτής της πόλης και άλλων περιοχών του κράτους· με πρόσχημα να μεταδώσουν τον λοιμό στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά ανάρμοστα πράγματα και να παρατηρείται μια σημαντική αλλοίωση στις σχέσεις των ανθρώπων, πολύ περισσότερο μάλιστα ανάμεσα σε όσους πείθονται εύκολα να πιστεύουν τέτοια πράγματα. Κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως τάξης, κατάστασης, βαθμού, που μέσα σε σαράντα ημέρες θα αποκαλύψει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ευνοήσει, βοηθήσει ή πληροφορηθεί αυτή την υβριστική ενέργεια, θα ανταμειφθεί με πεντακόσια σκούδα…
Ο καημένος ο Μαντσόνι δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι το μυθιστόρημά του θα είχε αναγνωστεί ανάποδα από αυτό που εννοούσε, φθάνοντας μέχρι την πιο ακραία ασυναρτησία. Αυτό το κείμενο στην πραγματικότητα είναι πολύ επίκαιρο, όχι επειδή ο Μαντσόνι αρνείται την ιδέα της μόλυνσης (η οποία ήταν πολύ πραγματική και μάλιστα έμελλε να επεκταθεί πολύ περισσότερο εξ αιτίας των λιτανειών που πραγματοποίησε ο Καρδινάλιος Μπορομέο). Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, καθώς ο Μαντσόνι μαστιγώνει πριν από όλους τις ίδιες τις αρχές που για πολύ καιρό προτιμούσαν να αγνοούν κάθε μετάδοση του λοιμού. Επειδή ο κυβερνήτης Αμπρότζιο Σπίνολα (Ambrogio Spinola) θεωρούσε ότι οι απαιτήσεις του συνεχιζόμενου πολέμου ήταν πιο επείγουσες και απέρριπτε τα μέτρα που πρότειναν οι υγειονομικές αρχές, ενώ είχε μόλις αναγνωριστεί ότι η πανούκλα υπάρχει και εξαπλώνεται (από τη μόλυνση!), μέσα στην άγνοια και τη δεισιδαιμονία της εποχής, στρέφονταν ενάντια στους μιαρούς «λιπαντές» (επιμολυντές) αντί για τα αόρατα και ακόμα άγνωστα παθογόνα αίτιά της. Επινοήθηκε μια αιτία, η τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες, και οι πονηροί, «με καμία αίσθηση ανθρωπισμού», που αλείφουν τις πόρτες. (Εξάλλου και για την τρέχουσα μετάδοση του κορωνοϊού, η ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση που θέλει να δημιουργήσει «μια πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού», ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στην εμμονική επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης», λέει ο Αγκάμπεν, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μετάδοση του ιού αλλά μόνο η αποτρόπαια ιδέα της μετάδοσης).
Ωστόσο, το ότι, ενάντια στις επιδημίες, το πρώτο μέτρο που έπρεπε να ληφθεί ήταν η απομόνωση και η καραντίνα είχε γίνει κατανοητό πριν καν φανταστεί κανείς τι είναι οι ιοί και τα βακτήρια, τόσο ώστε ο Βοκκάκιος περιγράφει στο Δεκαήμερό του την αυτο-απομόνωση σε μια βίλα στο Φιέζολε τριών νέων και επτά νεαρών κοριτσιών προνομιούχου καταγωγής (και του ανάλογου υπηρετικού προσωπικού).
Το Εργαστήρι Πολιτικής και Πολιτισμού του Άρδην Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει μια διαδικτυακή συζήτηση με τον Γιώργο Καραμπελιά, την Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020, στις 7.30:
Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, η επιδημία του φιλοσόφου και ο δικαιωματισμός.
Η συζήτηση θα πραγματοποιηθεί για την παρουσίαση του τεύχους του Νέου Λόγιου Ερμή που κυκλοφορεί στα περίπτερα και ανατέμνει με το αφιέρωμά του τα φιλοσοφικά θεμέλια της παγκοσμιοποίησης.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ζωντανά την εκδήλωση στον κάτωθι σύνδεσμο:
Το Εργαστήρι Πολιτικής και Πολιτισμού του Άρδην Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει μια διαδικτυακή συζήτηση με τον Γιώργο Καραμπελιά, την Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020, στις 7.30:
Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, η επιδημία του φιλοσόφου και ο δικαιωματισμός.
Η συζήτηση θα πραγματοποιηθεί για την παρουσίαση του τεύχους του Νέου Λόγιου Ερμή που κυκλοφορεί στα περίπτερα και ανατέμνει με το αφιέρωμά του τα φιλοσοφικά θεμέλια της παγκοσμιοποίησης.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ζωντανά την εκδήλωση στον κάτωθι σύνδεσμο:
Με αυτόν τον καταναγκαστικό εγκλεισμό, ζούμε έναν νέο ολοκληρωτισμό;
«Ολοένα και περισσότεροι παραδέχονται πλέον ότι, στην πραγματικότητα, βιώνουμε το τέλος ενός κόσμου, εκείνου των αστικών δημοκρατιών, που βασίζεται στα δικαιώματα, τα κοινοβούλια και τη διάκριση των εξουσιών. Αυτός ο κόσμος δίνει τώρα τη θέση του σε έναν νέο δεσποτισμό και, όσον αφορά τo εύρος διείσδυσης των ελέγχων ή την παύση όλων των πολιτικών δραστηριοτήτων, θα είναι ο χειρότερος από τους ολοκληρωτισμούς που έχουμε γνωρίσει έως σήμερα. Οι Αμερικανοί πολιτειολόγοι το ονομάζουν Κράτος Ασφάλειας (Security State) – ο όρος ανακαλεί στη μνήμη μας τις διαβόητες “Επιτροπές Κοινής Σωτηρίας” κατά την περίοδο της “βασιλείας του Τρόμου” (1793-1794)- δηλαδή ένα κράτος το οποίο “για λόγους ασφάλειας” (εν προκειμένω, του “δημόσιου συστήματος υγείας”), δύναται να επιβάλλει κάθε στιγμή οποιοδήποτε όριο στις ατομικές ελευθερίες. Στην Ιταλία, εξάλλου, έχουμε εθιστεί εδώ και καιρό σε μια παρεκκλίνουσα νομοθετική διαδικασία με έκτακτα διατάγματα της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία με αυτόν τον τρόπο αντικαθιστά τη νομοθετική εξουσία και καταργεί de facto την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η δημοκρατία. Και ο έλεγχος που ασκείται με βιντεοκάμερες και, όπως έχει προταθεί, μέσω κινητών τηλεφώνων, υπερβαίνει κατά πολύ οποιαδήποτε μορφή ελέγχου που ασκήθηκε στο παρελθόν από ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως ο φασισμός ή ο ναζισμός».
Αναφορικά με τα δεδομένα, εκτός από αυτά που θα συλλεχθούν μέσω κινητών τηλεφώνων, θα έπρεπε να προβληματιστούμε ακόμα και γιαεκείνα που διαδίδονται στις πολυάριθμες συνεντεύξεις τύπου, συχνά ελλιπή ή παρερμηνευμένα.
«Αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα γιατί αγγίζει τη ρίζα του φαινομένου. Όποιος έχει κάποια γνώση της επιστημολογίας δεν είναι δυνατό να μην εκπλαγεί από το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν διαδώσει αριθμητικά στοιχεία, κατά τους τελευταίους μήνες, χωρίς κανένα επιστημονικό κριτήριο, όχι μόνο χωρίς να τα συσχετίσουν με την ετήσια θνησιμότητα για την αντίστοιχη περίοδο, αλλά και χωρίς να προσδιορίσουν την αιτία του θανάτου. Δεν είμαι ιoλόγος ή γιατρός, όμως περιορίζομαι να παραθέτω αυτολεξεί επίσημες αξιόπιστες πηγές. 21.000 θάνατοι από τον Covid-19 φαίνεται και είναι βέβαια ένα εντυπωσιακό νούμερο. Αλλά εάν το αντιπαραβάλλετε με τα ετήσια στατιστικά δεδομένα, τα πράγματα προσλαμβάνουν εύλογα διαφορετική όψη. Ο Πρόεδρος της Ιταλικής Στατιστικής Υπηρεσίας, Δρ. Gian Carlo Blangiardo, ανακοίνωσε, πριν από μερικές εβδομάδες, τον αριθμό θανάτων του περασμένου έτους: 647.000 θάνατοι (επομένως 1772 θάνατοι την ημέρα). Αν αναλύσουμε λεπτομερώς τις αιτίες, βλέπουμε ότι τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα, τα οποία αναφέρονται το έτος 2017, καταγράφουν 230.000 θανάτους από καρδιαγγειακές παθήσεις, 180.000 θανάτους από καρκίνο και τουλάχιστον 53.000 θανάτους από αναπνευστικές ασθένειες. Όμως ένα ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικό και μας αφορά ιδιαίτερα».