Ο Π.Νέλλας υπήρξε ένας σπουδαίος θεολόγος και ιδρυτής του περιοδικού "Σύναξη".Ακριβώς επειδή τα κείμενα του όπως αυτό , που αναπαράγουμε από την ιστοσελίδα "Αντίφωνο", είναι σημαντικά και μαρτυρούν μια σημαντική θεολογική και θύραθεν παιδεία , αφορούν καίρια καθένα που στοχάζεται για την μοίρα του ανθρώπου.
Παναγιώτης Νέλλας
Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.
Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του... ὁ Θεός εἶναι νεκρός... ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»
Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.»
Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς.τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία».