Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Στο προηγούμενο υποκεφάλαιο αναφέραμε ότι γύρω στο 1900 άρχισε μια ευρεία εκμηχάνιση της καθημερινής ζωής ως συνέπεια πολλών νέων εφευρέσεων. Η εκμηχάνιση τούτη αγκάλιαζε αφ’ ενός τον τομέα της εργασίας και της παραγωγής, όπου οι περίπλοκες χειροτεχνικές μέθοδοι εργασίας κατά μέγα μέρος αντικαταστάθηκαν από την αλυσίδα παραγωγής, και αφ’ ετέρου τον ιδιωτικό οικιακό τομέα (την κουζίνα, το λουτρό και τους μηχανικούς τους εξοπλισμούς, τις εργασίες καθαρισμού, την αυτοματοποίηση της παραγωγής θερμότητας και ψύχους)· μ’ αυτά όλα συμβάδισε η εκμηχάνιση της τροφής (π.χ. κονσέρβες) και των μεταφορικών μέσων. Η ταυτόχρονη εκμηχάνιση σε όλους αυτούς τους τομείς αποτελούσε πρόσθετη ένδειξη για τον βαθμό της αμοιβαίας εξάρτησης ανάμεσα στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν οι τεχνικές προϋποθέσεις της μαζικής παραγωγής, έπρεπε να εξασφαλισθεί η μαζική πώληση· οι ανθρώπινες μάζες, τις όποιες συγκέντρωσε η βιομηχανική επανάσταση σε μεγάλα οικονομικά κέντρα, όφειλαν τώρα να εγγυηθούν την ύπαρξη και τη διεύρυνση του συστήματος τόσο με την ιδιότητα του εργαζομένου όσο και με την ιδιότητα του καταναλωτή. Ακριβέστερα: η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών πήρε τώρα τέτοιες διαστάσεις, ώστε για μεγάλες μάζες η κατανάλωση μπορούσε να γίνει, παράλληλα με την εργασία, ιδιαίτερη δραστηριότητα, που λίγο-πολύ ξεπερνούσε την απλή υλική εξασφάλιση της φυσικής ύπαρξης. Πάντως ο οργανικός δεσμός ανάμεσα σε μαζική παραγωγή, οργανωμένη μαζική πώληση και συγκέντρωση ανθρώπινων μαζών στις πόλεις, έγινε αμέσως αντιληπτός, και τα μεγάλα πολυκαταστήματα, που ήδη γύρω στο 1900 χαρακτήριζαν την εικόνα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μητροπόλεων, μετουσίωναν τη διαπίστωση τούτη σε επικερδή πρακτική.
ARKAS -The Original Page
Με την ταυτόχρονη εμφάνιση της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης από μέρους ανθρώπινων μαζών άρχισε η μετατροπή της μαζικής κοινωνίας σε μαζική δημοκρατία και συνοδεύθηκε από τρία κεντρικά φαινόμενα, τα οποία, τόσο μεμονωμένα όσο και συμπληρωματικά, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την κοινωνική ενσάρκωση του αναλυτικού-συνδυαστικού σχήματος σκέψης. Και στα τρία δεσπόζει η ιδέα έσχατων και μη περαιτέρω αναλύσιμων στοιχείων, που καθ’ αυτά είναι ισότιμα και μπορούν να συνδυασθούν μεταξύ τους πάνω στην ίδια επίπεδη επιφάνεια, όπου η διάσταση του χρόνου ή της ιστορίας δεν παίζει ρόλο και τα λειτουργικά κριτήρια έχουν εκτοπίσει τα ουσιακά. Τα φαινόμενα αυτά είναι ο (εξελιγμένος) καταμερισμός της εργασίας, η κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και η κοινωνική κινητικότητα. Ο προβιομηχανικός καταμερισμός της εργασίας ήταν κυρίως εξωτερικός, δηλαδή ή εκάστοτε απαραίτητη κοινωνική εργασία κατανεμόταν σε περισσότερες επαγγελματικές ομάδες, στους κόλπους των οποίων όμως η εκάστοτε εργασιακή διαδικασία ελάχιστα αναλυόταν ή δεν αναλυόταν καθόλου σε ειδικές και συνάμα συμπληρωματικές επί μέρους εργασίες· τον εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας δίπλα στον εξωτερικό τον εισήγαγαν σε αξιόλογη έκταση η μανουφακτούρα και η πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Στην εποχή της αρχόμενης μαζικής παραγωγής τόσο ο εξωτερικός όσο και ο εσωτερικός καταμερισμός της εργασίας πήραν ένταση και σημασία εντελώς άγνωστη ίσαμε τότε. Εμφανίσθηκαν πάρα πολλά καινούργια επαγγέλματα και ταυτόχρονα συντελέστηκε, προ παντός στη βιομηχανική παραγωγή, μια κατάτμηση της εργασιακής διαδικασίας πού έγινε πρότυπη και παροιμιώδης. Τούτος ο άκρος καταμερισμός της εργασίας εδραζόταν σ’ ένα αναλυτικό σχήμα σκέψης, ήτοι έγινε δυνατός χάρη στην επιτυχή προσπάθεια αποδιάρθρωσης ενός Όλου στα έσχατα συστατικά του μέρη και ακολούθως ανασυγκρότησης τού ίδιου αυτού Όλου με βάση την προηγούμενη αποδιάρθρωσή του. Η λεπτολόγα ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας γκρέμισε οριστικά το παμπάλαιο χειροτεχνικό ιδεώδες του ενιαίου προϊόντος που κατασκευάζεται σαν καλλιτέχνημα από το ίδιο χέρι — ιδεώδες, άλλωστε, που επιζούσε μέσα στις αστικές αντιλήψεις περί εργασίας και στην αστική αισθητική δίπλα σε άλλες, εν μέρει πολύ ετερογενείς τάσεις. Ο εξελιγμένος καταμερισμός της εργασίας σήμαινε άρνηση της παράδοσης και της ιστορίας ακριβώς με την έννοια ότι εκμηδένισε κάθε χειροτεχνική αντίληψη, η όποια προσανατολιζόταν σε κληροδοτημένες εργασιακές συνήθειες και δεδομένα πρότυποι, και αντί γι’ αυτήν ασπάσθηκε τις ορθολογικές σκοπιμότητες της αρχής της συνεχούς βελτίωσης και ανανέωσης.
Η κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα άρχισε βέβαια όταν με τις προόδους της εκβιομηχάνισης οι φυσικές βιοτικές συνομαδώσεις (πατριαρχική οικογένεια, οικιακή κοινότητα, πατριά, χωριό) έγιναν για πρώτη φορά στην ιστορία οικονομικά άχρηστες, και μάλιστα επιζήμιες. Ωστόσο η αστική κοινωνία ούτε γνώρισε σε ακραία μορφή ούτε και χαιρέτησε την τάση αυτήν. Όπως ξέρουμε, διατήρησε την πίστη στους ουσιακούς δεσμούς και στις κοινωνικές προϋποθέσεις του ατόμου και θεωρούσε την οικογένεια ως φυσικό κύτταρο του κοινωνικού οργανισμού. Μόνο κάτω από τις συνθήκες της μαζικής δημοκρατίας η κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα πραγματώθηκε και νομιμοποιήθηκε σέ τέτοια έκταση, ώστε τα μέλη της έγιναν κινητικά και εναλλάξιμα. Η ευρύτερη οικογένεια αντικαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από την πυρηνική οικογένεια, η σημασία των ουσιακών δεσμών μειώθηκε έντονα και η έλλειψη κοινωνικών προϋποθέσεων του ατόμου ανακηρύχθηκε σε προϋπόθεση της γνήσιας ισότητας των ευκαιριών. Η πυρηνική οικογένεια συνιστά περιορισμό της οικογένειας στο ελάχιστο εκείνο όριο που είναι οπωσδήποτε απαραίτητο για τη θεμελιώδη της λειτουργία, δηλαδή τη γέννηση και ανατροφή παιδιών — για να μην αναφέρουμε την όλο και συχνότερη περίπτωση όπου παιδιά γεννιούνται από άγαμους γονείς και κατόπιν ανατρέφονται από έναν γονέα. Η εξασθένιση του κοινωνικού ρόλου της οικογένειας, ακόμα και στην περιορισμένη της μορφή, φαίνεται όχι μόνο στη μείωση της μέσης της διάρκειας και στη συχνότητα των διαζυγίων, αλλά και στο γεγονός ότι δεν αποτελεί πια τον αποφασιστικό παράγοντα της ανατροφής των παιδιών, εφ’ όσον η επιρροή της εδώ υστερεί όλο και περισσότερο σε σχέση με την επιρροή του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Η πυρηνική ή υπολειμματική οικογένεια δρα λοιπόν γενικά όχι ως φραγμός ενάντια στον μαζικοδημοκρατικό ατομικισμό, αλλά μάλλον ως το πεδίο ασκήσεων ή το προπαρασκευαστικό του σχολείο. Πρέπει να τονίσουμε κι έναν επιπρόσθετο παράγοντα, ο όποιος ίσαμε σήμερα δεν προσέχθηκε επαρκώς.