Στη διαχρονική συμπόρευση και διελκυστίνδα σώματος και νου, η ανθρώπινη εμπειρία έχει περιγράψει τη σχέση σάρκας και πνεύματος με όλους τους δυνατούς τρόπους. Εμπειρικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, λογοτεχνικά, νομικά, επιστημονικά.
Παρόλα αυτά, η σχέση παραμένει προβληματική και ετεροβαρής. Ίσως γιατί η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα του πνεύματος να ιδεο(λογικο)ποιεί τα πράγματα κατά το δοκούν και από την αδυναμία του σώματος να αναχθεί σε θεωρητική ιδέα και επομένως να προσφέρει ερμηνευτικές συγκινήσεις και εναλλακτικές ου-τοπίες στους επιρρεπείς σε αυτές.
Η έναρξη του Δυτικού στοχασμού για τη σχέση πνεύματος και σώματος μπορεί να τοποθετηθεί στον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν ο θεμελιωτής του μονισμού Παρμενίδης υπερασπίζεται την οντολογική ταυτότητα ύλης και πνεύματος, Είναι και Νοείν.
Αντίθετα με αυτόν, ο Πλάτων, υπό την επίδραση των ανατολικών μυστηριακών αντιλήψεων, απαξιώνει ξεκάθαρα το σώμα: «η ψυχή έστιν άνθρωπος», το δε σώμα τάφος ή φυλακή του. O Αριστοτέλης παίρνει μία ενδιάμεση θέση θεωρώντας την ψυχή και το σώμα ως αδιαχώριστα στοιχεία μίας και μοναδικής ουσίας («η ψυχή έστιν εντελέχεια η πρώτη σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος»).
Η ορθόδοξη παράδοση, συνέχεια της αντίστοιχης ιουδαϊκής, η οποία καταφάσκει ευλαβικά το ανθρώπινο σώμα, αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, η οποία μάλιστα προβλέπεται να παραμείνει τέτοια και μετά την ανάστασή του. Έτσι, μετά τον Παύλο, οποίος θεωρεί το σώμα ως ‘ναό’ (και όχι τάφο) του σώματος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος τονίζει ότι “ο γαρ άνθρωπος ουκ έστι ψυχή μόνον, αλλά ψυχή και σώμα”, ενώ ο Γρηγόριος Παλαμάς υιοθετεί το πανέμορφο ‘συναμφότερον’: «Mη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον».
Στην Ευρώπη του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης κυριαρχούν, σε διάφορες παραλλαγές, οι αρχαιοελληνικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν από την εποχή του Γαληνού. Σύμφωνα με αυτές, άυλα και υλικά στοιχεία, διαρθρωμένα σε αυστηρή ιεραρχική διάταξη, συνεργάζονται για την επιτέλεση όλων των ανθρώπινων λειτουργιών. Προεκτείνοντας τις θέσεις αυτές, ο εγκυρότερος εκπρόσωπος του δυισμού Καρτέσιος υποστήριξε τον πλήρη διαχωρισμό σώματος/μηχανής από την εκτός τόπου και χώρου ψυχή/νου (την οποία βέβαια στερούνται τα ζώα/μηχανές). Την άποψη αυτή αμφισβήτησε έντονα το διαρκώς ογκούμενο επιστημονικό ρεύμα του 19ου και 20ου αιώνα. Έτσι, με την ολοκληρωτική επικράτηση του θετικισμού στις επιστήμες, το σώμα θεωρείται περίπου ως μία χημική μηχανή η οποία παράγει πνεύμα, συμπεριφορά και προβλήματα. Τι σημαίνει όμως αυτό για τον Δυτικό πολίτη, ο οποίος έχει εθιστεί στην αντίληψη ότι σώμα και πνεύμα έχουν διαφορετικές ανάγκες και αιτίες προβλημάτων; Μάλλον λίγα πράγματα. Γιατί το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζει ο Δυτικός άνθρωπος μπορεί να επιτρέπει την επιστημονική ανάδειξη της ενότητας σώματος-πνεύματος, αλλά δυστυχώς υπηρετεί τη διάκρισή τους. Οργανώνει διαφορετικές δραστηριότητες για την εξυπηρέτησή τους, και αναζητά διαφορετικούς γιατρούς για τη θεραπεία τους. Αντίσταση στην ανατροπή αυτού του πλαισίου προβάλλει καθημερινά η ημιμάθεια των πολλών και το συμφέρον όσων ψωμίζονται από αυτό το πλαίσιο. O Αντρέας Βεσάλιους (Andreas Vesalius), στο μνημειώδες έργο του De Humanis Corpοris Fabrica (Περί της δομής του ανθρώπινου σώματος), το οποίο εξέδωσε το 1543, στις πάνω από 200 ξυλογραφίες του βιβλίου, οι οποίες ουσιαστικά εικονοποιούν τη γέννηση της νέας (μεταΓαληνικής) ιατρικής, απεικονίζει ανθρώπους αποτελούμενους από μυς και νεύρα οι οποίοι ποζάρουν φυσικά ανάμεσα σε αρχαία ερείπια. Στη συμβολική εικονοποίηση της γέννησης της αυριανής ιατρικής θα διακρίνονται πολλά ερείπια των σημερινών ιδεοληψιών.