Ένα τραγούδι που γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της Κατοχής και ηχογραφήθηκε 60 χρόνια μετά
Του Θανάση Γιώγλου
Στα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης ζούσε και δημιουργούσε στη Θεσσαλονίκη. Στην οδό Παύλου Μελά 21 διατηρούσε το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια του, που ηχογραφήθηκαν με την επανέναρξη λειτουργίας του εργοστασίου της Columbia, το 1946.
Ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο αναφερθήκαμε στο παρελθόν, ήταν «Ο μπλόκος», που εμπνεύσθηκε ο συνθέτης από το φοβερό μπλόκο της Καλαμαριάς, στις 13 Αυγούστου του 1944 και δισκογραφήθηκε σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, το 1978, στον δίσκο του Τσιτσάνη «Δώδεκα νέες λαϊκές δημιουργίες».
Περίπου δυο μήνες πριν από την αποχώρηση των κατακτητών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε στη Θεσσαλονίκη ένα ακόμη τραγούδι, ένα εμβατήριο που αναφέρεται στους «χρόνους της σαπίλας», στους «στραγκαλιστές του λαού» και στα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά». Η ηχογράφηση του τραγουδιού, ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου έμοιαζε με ουτοπία, αφού η επιτροπή λογοκρισίας ήταν στα «φόρτε» της. Κι έτσι, το τραγούδι παρέμεινε στο συρτάρι του Τσιτσάνη, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες του Κώστα Βίρβου, αλλά και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, το έπαιζε κρυφά, με αποτέλεσμα στόμα με στόμα να γίνει γνωστό και να διαδοθεί στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο αναφερθήκαμε στο παρελθόν, ήταν «Ο μπλόκος», που εμπνεύσθηκε ο συνθέτης από το φοβερό μπλόκο της Καλαμαριάς, στις 13 Αυγούστου του 1944 και δισκογραφήθηκε σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, το 1978, στον δίσκο του Τσιτσάνη «Δώδεκα νέες λαϊκές δημιουργίες».
Περίπου δυο μήνες πριν από την αποχώρηση των κατακτητών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε στη Θεσσαλονίκη ένα ακόμη τραγούδι, ένα εμβατήριο που αναφέρεται στους «χρόνους της σαπίλας», στους «στραγκαλιστές του λαού» και στα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά». Η ηχογράφηση του τραγουδιού, ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου έμοιαζε με ουτοπία, αφού η επιτροπή λογοκρισίας ήταν στα «φόρτε» της. Κι έτσι, το τραγούδι παρέμεινε στο συρτάρι του Τσιτσάνη, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες του Κώστα Βίρβου, αλλά και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, το έπαιζε κρυφά, με αποτέλεσμα στόμα με στόμα να γίνει γνωστό και να διαδοθεί στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.