του Μ. Χαραλαμπίδη,
από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν φανερό ότι οι απόγονοι του Προμηθέα στον Καύκασο, οι Πόντιοι, βρίσκονταν κοντά στην νέα έξοδο προς τη νέα τους Οδύσσεια. Οι διωγμοί οι εκτοπίσεις προς την Κεντρική Ασία της σταλινικής περιόδου δημιούργησαν συνθήκες ψυχικής, ηθικής ανασφάλειας και τάσεις φυγής προς την Ελλάδα. Tο επερχόμενο τέλος του διπολισμού, του διαχωρισμού του κόσμου σε συνασπισμούς και η δυνατότητα επαναεπικοινωνίας με την Ελλάδα αύξανε αυτές τις τάσεις.
Η ιδέα, λοιπόν, της δημιουργίας μιας πόλης ανάμεσα στην αρχαία ελληνική πόλη Μαρώνεια και την αρχαία Μεσημβρία, εκεί όπου η θρακική γη συναντά το θρακικό Πέλαγος, γεννήθηκε μέσα από αυτές τις ανατροπές και τις κινήσεις που προκαλούσαν.
Οι λόγοι όμως ίδρυσης της πόλης δεν αποτελούσαν μόνον μια απάντηση στο αίτημα της αποκατάστασης των νέων Ποντίων προσφύγων -η πόλη ως φιλόξενη Ιθάκη- αλλά είχαν μεγαλύτερο βάθος.
Οι Πόντιοι, ακόμη μια φορά στην ιστορία τους, την Οθωμανική περίοδο, μια περίοδο συνεχούς φυγής και εξόδου από τον Πόντο, απάντησαν στο ιστορικό υπαρξιακό ερώτημα και δίλημμα «τι πρέπει να κάνουμε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε» με τη δημιουργία μιας νέας πόλης στη θέση της αρχαίας Διοσκουριάδος στο νοτιοανατολικό Εύξεινο. Ουσιαστικά μετέβαλαν ένα τουρκικό κάστρο το Σοχούμ-καλέ σε πόλη, το Σοχούμι. Μια όμορφη ποντιακή πόλη που δυστυχώς τους τελευταίους καιρούς υπέστη πολλές καταστροφές.
Η ιδέα όμως της πόλης δεν ερχόταν μόνο από την ιστορία, τις μνήμες, την ανάγκη της ταυτότητας. Είχε ένα ρόλο, μια δυναμική προέκταση προς το μέλλον.
Το Αιγαίο επανενώνονταν με τη Βαλκανική και τον Εύξεινο. Βρισκόμασταν μπροστά σε διαδικασίες επιστροφής της ιστορίας, της γεωγραφίας, της οικονομίας και όχι του τέλους τους.
Μια περιοχή, αυτή της Θράκης, που δεκαετίες γεωπολιτικού διαχωρισμού μετέβαλλαν σε υποανάπτυκτη περιοχή συνόρων, επέστρεφε και ανακτούσε την θέση της ως μια κεντρική περιοχή, ως κέντρο όπως υπήρξε πάντοτε στην ιστορία. Από τον Όμηρο, τον Θουκυδίδη, τον θεμελιωτή της νέας Ρώμης της Κωνσταντινούπολης, Μέγα Κωνσταντίνο, μέχρι τις προτροπές ενός βεζύρη προς τον Σουλτάνο τον 17ο αιώνα να χτίσει μια πόλη σ’ αυτήν την περιοχή.