
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού παραδείγματος, μέσα στην έκρηξη των εθνικών κινημάτων στην Eυρώπη του 19ου αιώνα είναι προφανής. Ο Nicolae Iorga έδωσε με αρκετή σαφήνεια αυτήν την ιδιαιτερότητα, μέσα από την ιστορία της διαδοχής και της συνέχειας του Βυζαντινού ελληνισμού στην πραγματικότητα της οθωμανικής κατάκτησης[1].
Στην ουσία μίλησε για τον τρόπο που επιβίωσε το Bυζάντιο στη νέα εποχή, από κοινωνική αλλά και πνευματική άποψη.
Το εθνικό ορμητήριο λοιπόν προκύπτει ασφαλώς από αυτή την κινητικότητα μέσα στο χρόνο και ορίζεται πρωτίστως από μια κοινότητα πολιτισμού που ιστορικά ορίζει το έθνος. Και εφόσον η εμπορική πράξη, η παραγωγή ενόψει ανταλλαγής, είναι συνιστώσα του ελληνικού πολιτισμού ως αρχέγονη δραστηριότητα, το έθνος μοιάζει, κατ’ επέκταση, να έχει γεννηθεί από τις απαρχές της ιστορίας ως ιδιόμορφη κοινότητα πολιτισμού, στην οποία αναγνωρίζονται και ανάγονται όλες οι επιμέρους συνθήκες ύπαρξης του έθνους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να έχουμε υπογράψει τα λόγια του γάλλου ιστορικού Γκιζώ, ο οποίος έλεγε στους φοιτητές του το 1828: «Δεν νομίζετε, κύριοι, ότι το γεγονός του πολιτισμού, είναι το εξαιρετικό γεγονός, το πλέον καθοριστικό, γενικό και αποφασιστικό, προς το οποίο όλα τα υπόλοιπα καταλήγουν;»[3].
Αυτή η γενική αλλά σαφής τοποθέτηση του Γκιζώ, αναγνωρίζει στην κοινότητα – ως ενότητα πολιτισμού – την ιστορική συνθήκη ύπαρξης του έθνους, καθώς ο λαός βρίσκει εκεί το συνεχές πεδίο άσκησης των πολιτισμικών και θεσμικών του δραστηριοτήτων. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους:
«Αι δε κοινότητες υπήρξαν προϊόν γνήσιον των εθνικών παραδόσεων και της εθνικής ευφυΐας και δραστηριότητος. Αι κοινότητες είχον ρίζας βαθείας εν ταις έξεσι και ταις παραδόσεσι του ελληνικού έθνους…Υπήρχον επί των μεσαιωνικών χρόνων και ουδέν άλλο ήσαν τότε ειμή τροπολογία τις, μεθαρμοσθείσα προς τας νέας περιστάσεις, των έτι αρχαιοτέρων αυτονόμων αστικών πολιτευμάτων»[4].
Η κοινοτική οργάνωση αποτέλεσε την ειδική κοινωνική συνθήκη συνοχής και διάρκειας στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους. Ειδικά για την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περίφημη αναγνώριση εκκλησιαστικών και κοινοτικών προνομίων από τον σουλτάνο προς τους ορθόδοξους υπηκόους, πρέπει να κατανοείται ως παραχώρηση της οθωμανικής εξουσίας προς κατακτημένο έθνος, «έχον ιδίαν αυτοτελή ύπαρξιν». «Μη λησμονήσωμεν τωόντι, ότι η Υψηλή Πύλη δεν υπέβαλε ποτέ τους Χριστιανούς ως μέλος οργανικόν του οσμανικού σώματος, αλλά μόνον ως προσάρτημα αυτού υπήκοον και υπόφορον. Ίνα μη ανατρέξωμεν εις χρόνους αρχαιοτέρους, τη 4/16 Αυγούστου 1821…έλεγεν εν απειλητική προς το οικουμενικόν πατριαρχείον επιστολή: το ελληνικόν έθνος, το έκπαλαι υπήκοον και υπόφορον της Υ. Πύλης. Τούτου ένεκεν επολιτεύθη προς ημάς αείποτε ως προς έθνος έχον ιδίαν αυτοτελή ύπαρξιν, τούτου ένεκεν ανεγνώρισεν το οικουμενικόν πατριαρχείον ως κεφαλήν ου μόνον εκκλησιαστικήν, αλλά και πολιτικήν του έθνους’ τούτου ένεκα διεξήγε τας προς το πατριαρχείον σχέσεις δια του επί των εξωτερικών υπουργού’ και τούτου ένεκα διετήρησε τας προϋπαρχούσας κοινότητας αυτού»[5].
Απόστολος Διαμαντής – 18/10/2024 – ΑΝΤΙΦΩΝΟ
Αλλά το ιδιάζον ωστόσο χαρακτηριστικό του ελληνικού έθνους έγκειται στην ιστορική διάχυσή του, μιλώντας ακόμη και για τις απαρχές της ιστορικής περιόδου. Αυτή η έμμονη ιδέα του εμπορίου, η χωρίς τέλος και σύνορα, έσπρωχνε συνήθως τους Ελληνες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Κωστής Μοσκώφ το έχει πει ωραία, τονίζοντας την κατάτμηση του ελληνικού τοπίου: «Η παραγωγή εξειδικεύεται ανάλογα με τις γεωγραφικές ροπές του καθ’ έκαστα τόπου…Ο χώρος ωθεί στην κινητικότητα»[2].Το εθνικό ορμητήριο λοιπόν προκύπτει ασφαλώς από αυτή την κινητικότητα μέσα στο χρόνο και ορίζεται πρωτίστως από μια κοινότητα πολιτισμού που ιστορικά ορίζει το έθνος. Και εφόσον η εμπορική πράξη, η παραγωγή ενόψει ανταλλαγής, είναι συνιστώσα του ελληνικού πολιτισμού ως αρχέγονη δραστηριότητα, το έθνος μοιάζει, κατ’ επέκταση, να έχει γεννηθεί από τις απαρχές της ιστορίας ως ιδιόμορφη κοινότητα πολιτισμού, στην οποία αναγνωρίζονται και ανάγονται όλες οι επιμέρους συνθήκες ύπαρξης του έθνους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να έχουμε υπογράψει τα λόγια του γάλλου ιστορικού Γκιζώ, ο οποίος έλεγε στους φοιτητές του το 1828: «Δεν νομίζετε, κύριοι, ότι το γεγονός του πολιτισμού, είναι το εξαιρετικό γεγονός, το πλέον καθοριστικό, γενικό και αποφασιστικό, προς το οποίο όλα τα υπόλοιπα καταλήγουν;»[3].
Αυτή η γενική αλλά σαφής τοποθέτηση του Γκιζώ, αναγνωρίζει στην κοινότητα – ως ενότητα πολιτισμού – την ιστορική συνθήκη ύπαρξης του έθνους, καθώς ο λαός βρίσκει εκεί το συνεχές πεδίο άσκησης των πολιτισμικών και θεσμικών του δραστηριοτήτων. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους:
«Αι δε κοινότητες υπήρξαν προϊόν γνήσιον των εθνικών παραδόσεων και της εθνικής ευφυΐας και δραστηριότητος. Αι κοινότητες είχον ρίζας βαθείας εν ταις έξεσι και ταις παραδόσεσι του ελληνικού έθνους…Υπήρχον επί των μεσαιωνικών χρόνων και ουδέν άλλο ήσαν τότε ειμή τροπολογία τις, μεθαρμοσθείσα προς τας νέας περιστάσεις, των έτι αρχαιοτέρων αυτονόμων αστικών πολιτευμάτων»[4].
Η κοινοτική οργάνωση αποτέλεσε την ειδική κοινωνική συνθήκη συνοχής και διάρκειας στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους. Ειδικά για την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περίφημη αναγνώριση εκκλησιαστικών και κοινοτικών προνομίων από τον σουλτάνο προς τους ορθόδοξους υπηκόους, πρέπει να κατανοείται ως παραχώρηση της οθωμανικής εξουσίας προς κατακτημένο έθνος, «έχον ιδίαν αυτοτελή ύπαρξιν». «Μη λησμονήσωμεν τωόντι, ότι η Υψηλή Πύλη δεν υπέβαλε ποτέ τους Χριστιανούς ως μέλος οργανικόν του οσμανικού σώματος, αλλά μόνον ως προσάρτημα αυτού υπήκοον και υπόφορον. Ίνα μη ανατρέξωμεν εις χρόνους αρχαιοτέρους, τη 4/16 Αυγούστου 1821…έλεγεν εν απειλητική προς το οικουμενικόν πατριαρχείον επιστολή: το ελληνικόν έθνος, το έκπαλαι υπήκοον και υπόφορον της Υ. Πύλης. Τούτου ένεκεν επολιτεύθη προς ημάς αείποτε ως προς έθνος έχον ιδίαν αυτοτελή ύπαρξιν, τούτου ένεκεν ανεγνώρισεν το οικουμενικόν πατριαρχείον ως κεφαλήν ου μόνον εκκλησιαστικήν, αλλά και πολιτικήν του έθνους’ τούτου ένεκα διεξήγε τας προς το πατριαρχείον σχέσεις δια του επί των εξωτερικών υπουργού’ και τούτου ένεκα διετήρησε τας προϋπαρχούσας κοινότητας αυτού»[5].