Η διαμάχη για τις χρήσεις και την διαχείριση της Ροτόντας μάς φέρνει σε εξαιρετική αμηχανία, αν όχι απελπισία. Και αυτό, όχι βέβαια για την θέση που πρέπει να κρατήσουμε απέναντι της αλλά γιατί, με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι μόνον στην Ελλάδα είμαστε σε θέση να προκαλέσουμε μια διαμάχη φέρνοντας αντιμέτωπη την εκκοσμίκευση με την διαφύλαξη και την καλλιέργεια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Έτσι, με έκπληξη βλέπουμε την εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία της πόλης μας να ερίζουν γύρω από την χρήση και την διαχείριση του παλαιοχριστιανικού ναού της Ροτόντας, γνωστού παγκοσμίως για την απαράμιλλης αξίας αρχιτεκτονική του και τα ψηφιδωτά του, στοιχεία που έκαναν την Ουνέσκο να τον αναδείξει σε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
Σε μια κανονική χώρα, ποτέ, η εκκλησιαστική ηγεσία δεν θα έφερνε αντιρρήσεις για την ήπια κοσμική χρήση ενός τέτοιου μνημείου με την διεξαγωγή συμβατών πολιτιστικών εκδηλώσεων· θα θεωρούσε ότι αυτές προσθέτουν στην πνευματικότητά του: Αντί αυτής της στάσης, όμως, ο μητροπολίτης προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια Υπουργείο και Αρχαιολογική Υπηρεσία, στηλιτεύοντας μάλιστα εκείνους που «θέλουν ένα τόσο εκπληκτικό μνημείο να έχει χαρακτήρα κοσμικό και να χρησιμοποιείται από άθεους». Και ποιοι άραγε είναι οι «άθεοι»; Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης που εκτέλεσε κλασικά έργα μέσα στο κτήριο; Συνάδει άραγε με την ορθόδοξη κοσμοαντίληψη και στάση με το να στηλιτεύεται ως «αθεΐα» υψηλή πολιτιστική δραστηριότητα; Μήπως η τελευταία προσθέτει, και δεν αφαιρεί από την πνευματικότητα του χώρου;