Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Τα Αμπελάκια και η Ελληνική μανιφακτούρα της Τουρκοκρατίας




Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων ενισχύεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες. Ο Κωστής Μοσκώφ –ο μόνος ίσως που συνέλαβε, σε όλες τις διαστάσεις της, τη σημασία του φαινομένου– υπογραμμίζει:

Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί[1]. [ ]

Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο.

Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.

Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν[2].

Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και, για τη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε»[3], μετά το 1720, ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός μεταπρατικός, ενώ η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Ζ. Λάμπρος Κατσώνης – Η αντίσταση των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821




του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας

Mετά τον πρώτο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που κλόνισε βαθύτατα την οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αικατερίνη ετοιμάστηκε για έναν «δεύ­τερο γύρο», συνάπτοντας συμμαχία με τους Αψβούργους, γύρω από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαμελισμού της ευρωπαϊκής Τουρκίας, προσπα­θώντας να χρησιμοποιήσει συστηματικότερα τους Έλληνες και τους λοιπούς ορθοδόξους.

Όπως, παλαιότερα, η Βενετία και η Ισπανία, η Ρωσία επιδιώκει την κινητο­ποίηση των χριστιανικών πληθυσμών, κατ’ εξοχήν των Ελλήνων της Πελοποννήσου, της Ρούμελης, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου. Δημιουργεί μάλιστα σχέσεις πολύ πιο στενές και συστηματικές από τους Ενετούς. Κατ’ αρχάς, οι Ρώσοι, καθώς δεν διέθεταν άμεση πρόσβαση στο ελληνικό θέατρο και την Ανατολική Μεσόγειο, είχαν μεγαλύτερη ανάγκη τους Έλληνες· κατά δεύτερο λόγο, οι Ενετοί, όντας ταυτόχρονα και εξουσιαστές των Ελλήνων, δεν ήθελαν να τους εξοπλίζουν συστηματικά· οι Ρώσοι ως ομόδοξοι με τους Έλληνες, θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο του Βυζαντίου, σε αντίθεση με τους Ενετούς, που υπήρξαν οι μεγάλοι εχθροί του Βυζαντίου· τέλος, οι Έλληνες δεν ανταγωνίζονταν τους Ρώσους στο εμπορικό πεδίο, αντίθετα ήταν σύμμαχοι που κάλυπταν τις ελλείψεις των Ρώσων. Γι’ αυτό και οι τελευταίοι όχι μόνο είχαν παραχωρήσει πολλά προνόμια στους Έλληνες της Ρωσίας αλλά και τους χρησιμοποιούσαν στον στρατό και τη διπλωματία τους – όπως συνέβαινε με την πλειοψηφία των προξένων της Ρωσίας στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αικατερίνη θα χρησιμοποιήσει και τους ελληνικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας,

Έτσι, όταν η Υψηλή Πύλη κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, τον Αύγουστο του 1787, η Αικατερίνη έθεσε σε κυκλοφορία, στις 9 Σεπτεμβρίου, ένα φυλλάδιο στα ελληνικά, υπογραφόμενο «Αἰτιολογία τοῦ παρόντος πολέμου μεταξὺ Ρωσσίας καὶ Τουρκίας», ενώ, στις 17 Φεβρουαρίου 1788, κυκλοφόρησε προκήρυξη που προανήγγελλε την κίνηση των χερσαίων στρατευμάτων και του στόλου που έμελλε να κατέλθει στη Μεσόγειο, υπό τον ναύαρχο Γρέιγ, ώστε μαζί με τους Έλληνες να εκδιώξουν τους Τούρκους. Η αδυναμία καθόδου του ρωσικού στόλου που εμποδίστηκε από τους Άγγλους και τους Πρώσους αναβάθμισε τον ρόλο των Ελλήνων στην διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Αντώνιος Ψαρός, πρώην πρόξενος της Ρωσίας στη Μάλτα, θα αναλάβει τον γενικό συντονισμό των θαλασσίων επιχειρήσεων, η δε Τεργέστη θα γίνει κέντρο στρατολόγησης και συντονισμού των επαναστατικών δυνάμεων, καθώς το 1788 εισήλθε στον πόλεμο και η Αυστρία.

Οι δυτικές δυνάμεις διασώζουν τους Οθωμανούς


Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Σουηδίας, της Πρωσίας, της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Ισπανίας –με τη συνεπικουρία των Γάλλων– θα διασώσουν για μια ακόμα φορά τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης. Το 1788, παρεμπόδισαν την έλευση του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο· η Σουηδία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, ενώ η Ισπανία απειλούσε πως δεν θα αφήσει τα ρωσικά πλοία να διέλθουν από το Γιβραλτάρ. Γράφει σχετικά ο Αδαμάντιος Κοραής: «Τὰ πολεμικὰ πλοῖα τῆς Ῥωσσίας δὲν ἐκίνησαν ἀκόμα ἀπὸ τὸ Κρονστάδ· εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ὑποψία ὅτι ἡ Ἰσπανία μελετᾶ νὰ τὰ ἐμποδίσῃ»… «Ἠξεύρης ὅτι ἡ Σουηκία ἐκήρυξεν ἀνελπίστως τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Ρωσίας· ἡ Προυσία ἀπειλεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ἐγερθῇ κατὰ τῶν δύο αὐτοκρατόρων, ἄν αὐτοὶ δὲν ἀφήσωσι τὸν καλόν σου Τοῦρκον εἰς ἡσυχίαν»[1]. Επειδή οι ρωσικές δυνάμεις έδειχναν να υπερτερούν, την ηγεσία των αντιρωσικών δυνάμεων θα αναλάβουν η Πρωσία και η Αγγλία:

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο Μάρξ,ο Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα


                                                       
               Ο Μάρξ και ο Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα
                                               
                    Ρήξη φ.89,φ.90.
                                                              Α’
                                   
       Το 1985 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γνώση», σε εισαγωγή- μετάφραση-υπομνηματισμό του Π.Κονδύλη, η συλλογή από άρθρα των Μάρξ και Ένγκελς με τον τίτλο: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε ένα χρονικό ορίζοντα σαράντα ετών, σε διάφορες εφημερίδες της εποχής τους.[1]
Πρόκειται  για σημαντικά και ενδιαφέροντα κείμενα, διότι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα, τον τρόπο που προσέγγισαν το εθνικό ζήτημα  και τους γεωπολιτικούς παράγοντες, οι κλασσικοί του μαρξισμού,  καθώς και τον χαρακτήρα της κοινωνίας που διαμορφώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Μάρξ δεν αγνοεί την πραγματικότητα των εθνών, ούτε τις φιλοδοξίες των κρατών για κυριαρχία και διεύρυνση της  ισχύος τους. Επίσης  δεν θεωρεί τα έθνη, σε όλες τουλάχιστον τις περιπτώσεις, ως πρόσφατες δημιουργίες  του Διαφωτισμού, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει την ιστορικότητά τους. Όμως τα εθνικά ζητήματα τα υπαγάγει στο κοσμοϊστορικό γεγονός που πρόκειται να τμήσει τον χρόνο κάθετα: την προλεταριακή επανάσταση. Η επιλογή αυτή έχει ένα   κατ’ αρχήν παράδοξο αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκασμένος να προτείνει την αναστολή  των κινημάτων εθνικής χειραφέτησης, να υπερασπίζεται έναν εθνικισμό ή ακόμη μια αυτοκρατορία εναντίον μίας άλλης, αν όλα αυτά, θεωρεί ότι υπηρετούν την προλεταριακή σκοποθεσία. Συγχρόνως μια εξαιρετικά ρεαλιστική προσέγγιση της γεωπολιτικής πραγματικότητας συγχέεται με τις προκαταλήψεις του Μάρξ για τα έθνη που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην βιομηχανική επανάσταση. Στην οπτική αυτή, θεώρησαν την  τσαρική Ρωσία την κατ’ εξοχήν αντεπαναστατική δύναμη. Μάλιστα αντιμετωπίζουν ευμενώς την επέμβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, διότι «είναι ο νεότερος και ρωμαλεότερος εκπρόσωπος της Δύσης»[2], ο οποίος προστίθεται στις δυνάμεις που μπορούν να ανακόψουν τις ρώσικες ηγεμονικές φιλοδοξίες.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Π.Καρύκα : «9 Οκτωβρίου 1479. Η πρώτη ελληνική επανάσταση κατά των Τούρκων»

Π.Καρύκα : «9 Οκτωβρίου 1479. Η πρώτη ελληνική επανάσταση κατά των Τούρκων»
του Παντελή Καρύκα

ΣυγγραφέαΎστερα από 16 χρόνια πολέμου, η Βενετία, το 1479,ζήτησε ειρήνη από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή. Ο οπλαρχηγός Κροκόνδειλος Κλαδάς, Στρατιώτης στην υπηρεσία της Βενετίας, κατά διάρκεια του πολέμου, δεν αποδέχτηκε την ειρήνη και στις 9 Οκτωβρίου του 1479, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 1.600 ανδρών και βάδισε προς τη Μάνη, υψώνοντας το λάβαρο του, σημαία γαλάζια με ολόλευκο σταυρό στη μέση, πλάι στην κόκκινη πολεμική σημαία των Παλαιολόγων με τον δικέφαλο αετό (έμβλημα που επίσης καπηλεύτηκαν οι βόρειοι γείτονες).Χιλιάδες Έλληνες έσπευσαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα έφτασε να διαθέτει μεγάλο αριθμό ανδρών, σύμφωνα με, ορισμένες, πηγές.

Για να ενισχύσει τη θέληση του λαού, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Ενετούς να ξαναρχίσουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, κήρυττε δημόσια ότι ενεργεί με τη σύμφωνη γνώμη της Βενετίας.

Δεν δίστασε μάλιστα να υψώσει δίπλα στις ελληνικές σημαίες και αυτή του Αγίου Μάρκου.

Έχοντας συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά προς απελευθέρωση των οχυρών της Μάνης, τα οποία οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τούρκους. Με μεγάλο ενθουσιασμό οι Έλληνες ρίχθηκαν στους Τούρκους και τους κατανίκησαν.

Όλα τα ελεγχόμενα από τους Τούρκους οχυρά στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης, κυριεύτηκαν.

Οι νίκες αυτές προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού στους Έλληνες, αλλά και τρόμο στον σουλτάνο.

Ο μεγάλος φόβος του Μωάμεθ ήταν ότι η Βενετία βοηθούσε την εξέγερση. Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι πολεμούσαν σκληρά και σε άλλα μέτωπα, στην Ανατολία, κατά τουρκομανικών φύλων, στην Αίγυπτο κατά των Μαμελούκων και στην Μεσοποταμία, κατά των Περσών. Άρα η έκρηξη νέου τουρκοβενετικού πολέμου θα ήταν άκρως επιζήμια, ίσως και μοιραία για την οθωμανική κυριαρχία.