Ἡ νεοελληνικὴ γλώσσα, ἡ ὁποία συνεχίζει τὴν ἀπρόσκοπτη τρισχιλιετῆ καὶ πλέον πορεία (τουλάχιστον σὲ γραπτὴ μορφὴ) τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς ἑνιαία καὶ ὁμοιόμορφη.
Τζαβάρα Ξενοφῶντος,
Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν οὐτοπικὸ καθὼς θὰ παραγνώριζε τὶς ἐπιμέρους τοπικὲς (καὶ ὄχι μόνο) διαφοροποιήσεις ἐνῶ παράλληλα θὰ ἐνεῖχε τὸν κίνδυνο νὰ ταυτιστεῖ αὐτὴ μὲ τὴν ἐπίσημή της μορφή, τὴν Νεοελληνικὴ Κοινή, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἐπίσημο ὄργανο προφορικῆς καὶ γραπτῆς ἐπικοινωνίας τῶν ὁμιλούντων τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει ἑνιαία μορφή. Ἔτσι, ἡ νεοελληνικὴ γλῶσσα δὲν ἀποτελεῖ μία μεμονωμένη γλωσσικὴ μορφὴ ἀλλὰ μπορεῖ νὰ παραλληλιστεῖ μᾶλλον μὲ ἕνα μεγάλο καὶ πολύχρωμο ψηφιδωτό, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ψηφίδες τοῦ ὁποίου κατέχει–ἀναλόγως τοῦ χρώματος, τοῦ σχήματος καὶ τῆς θέσεώς της–ἰδιαίτερη θέση σὲ αὐτὸ συντελώντας τὰ μέγιστα στὴν τελείωση καὶ τὴν ἁρμονία τῆς μορφῆς του. Κατ’ ἀντιστοιχία καὶ ἡ νεοελληνικὴ γλῶσσα ἀποτελεῖται ἀπὸ 6 διαλέκτους (Κυπριακή, Κρητική, Τσακωνική, Ποντιακή, Καππαδοκική, Κατωιταλικὴ) καὶ ἑκατοντάδες μικρότερα ἰδιώματα (π.χ.: Ζακύνθου, Λέσβου, Ἴμβρου, Σίφνου, Καστοριᾶς, κ.λπ.-κ.λπ.) τὰ ὁποία μὲ τὴν σειρὰ τους μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν σὲ δεκάδες εὐρύτερες κατηγορίες (π.χ.: Ἑπτανησιακά, Κυκλαδικά, Δωδεκανησιακά, Πελοποννησιακά, Θρακικά, Θεσσαλικά, Ἠπειρώτικα, Μακεδονικά, Βόρεια, Νότια, Μικρασιατικά, κ.λπ.).
Ὡστόσο, οἱ τοπικὲς αὐτὲς παραλλαγὲς τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες μάλιστα ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι εἶναι καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐπίσημη Νεοελληνικὴ Κοινή, ἀντιμετωπίζονται συνήθως ὑποτιμητικά, ὡς ὑποδεέστερες ἐνῶ οἱ φορεῖς αὐτῶν συχνὰ γίνονται ἀποδέκτες ἄμεσου ἢ ἔμμεσου γλωσσικοῦ ρατσισμοῦ καὶ κοινωνικοῦ στιγματισμοῦ. Παρόλα αὐτά, ἡ ὕπαρξη καὶ διατήρησή τους, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει πολλαπλὴ καὶ σημαντικὴ ἀξία.