Οἱ θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Filioque
Τοῦ Φώτη Σχοινᾶ*
Τό Filioque, ὅτι δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, συνιστᾶ αἱρετική ἀπόκλιση τῆς Δύσεως καί ὄχι ζήτημα θεολογούμενον, ὅπως ὑποστηρίζουν ὁρισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι καί θεολογοῦντες. Λέγεται ὅτι τό πρῶτον ἐμφανίσθηκε σέ δύο συνόδους τοῦ Τολέδου τό 547 καί τό 589 [1]. Οἱ σύνοδοι αὐτές πρόσθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque. Πολλοί δογματολόγοι ἀμφισβητοῦν τό γεγονός αὐτό καί θεωροῦν ὅτι ἐμφανίσθηκε ἀργότερα σέ ἄλλες συνόδους τῆς Δύσεως [2]. Προτοῦ ὅμως προβοῦμε στήν ἱστορική πλευρά τοῦ ζητήματος, θεωροῦμε σκόπιμο νά ἐξετάσουμε ἐν ἄκρᾳ συντομίᾳ τίς θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τοῦ Filioque στή Δύση.
Ὁ πρῶτος Πατέρας τῆς Δύσεως ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει καί διατυπώνει ρητά καί μέ σαφήνεια τό Filioque εἶναι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος. [3] Ὅμως καί στήν προαγουστίνεια θεολογική παραγωγή τῆς Δύσεως ἀνιχνεύονται ὁρισμένες θεολογικές τάσεις πού ὁδηγοῦν στό Filioque. Ἡ κυριώτερη καί βασικώτερη θεολογική τάση εἶναι ἡ σύγχυση τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας στήν Ἁγία Τριάδα. Συγκεκριμένα οἱ δυτικοί Πατέρες, ἅγιος Ἱλάριος Πουατιέ καί ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, μολονότι ἦσαν ὑπέρμαχοι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀκολουθοῦσαν τήν Τριαδολογία τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, κάνουν θεολογία ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἀγία Τριάδα συγχέοντάς την μέ τήν οἰκονομία. Μέ ἄλλα λόγια συγχέουν τίς ἀΐδιες ἐνδοτριαδικές σχέσεις μέ τήν ad extra οἰκονομία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συνέπεια τούτου εἶναι ὅτι δέν κάνουν σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στήν ἀΐδια ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πού γίνεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός) καί στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πού γένεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). [4] Στό σημεῖο αὐτό κρίνουμε ἀναγκαῖο νά διασαφηνίσουμε ὅτι κατά τήν ὈρθόδοξοΤριαδολογία ἡ προαιώνια ὑπαρκτική ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἡ ἔγχρονος πέμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο γίνεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Μόνη θεογόνος πηγή καί ἀρχή στήν Ἁγία Τριάδα εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος προαιωνίως γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἄλλο πρᾶγμα ἡ προαιώνια ὑπαρκτική πρόοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀΐδιος ἐκπόρευση τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἰδιότητα μόνου τοῦ Πατρός) καί ἄλλο πρᾶγμα ἡ οἰκονομική ἔγχρονος ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο (ἰδιότητα καί τοῦ Υἱοῦ). Τοῦτο οἱ Δυτικοί Πατέρες δέν τό ἔκαναν σαφῶς καί κατηγορηματικῶς, χωρίς ὅμως καί νά φθάσουν στήν ὑποστήριξη τοῦ Filioque, καί ἔμειναν πιστοί στό Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως καί τήν Καππαδοκική θεολογία. Τοὐναντίον ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος μή μπορώντας νά κατανοήσει τήν Καππαδοκική Τριαδολογία καί συγχέοντας θεολογία καί οἰκονομία στήν Ἁγία Τριάδα διετύπωσε ρητῶς καί σαφῶς τό Filioque. Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Κατά τόν ζ΄ αἰῶνα ἐγένετο γνωστόν εἰς τήν Ἀνατολήν, ὅτι οἱ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι ὡμίλουν περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Ὡς ἔκφρασις ὑπάρχει εἰς τόν Ἀμβρόσιον καί ὡς διδασκαλία τό πρῶτον εἰς τόν Αὐγουστῖνον. Εἰς τόν Ἀμβρόσιον ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις σημαίνει τήν ἐν χρόνῳ πέμψιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλλ̉ οὐχί τόν τρόπον τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ, ἐνῷ εἰς τόν Αὐγουστῖνον ἡ ἐκπόρευσις σημαίνει καί πέμψιν καί τρόπον ὑπάρξεως. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀμβροσίου εἶναι ὀρθόδοξος, ἐνῷ τοῦ Αὐγουστίνου δέν εἶναι». [5] Σημειωτέον ὅτι ὁ ὅρος «τρόπος ὑπάρξεως» δηλοῖ τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Πατρός εἶναι τό ἀγέννητον (ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἀγεννήτως‒καί ἀναιτίως), τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ εἶναι τό γεννητόν (ὁ Υἱός ὑπάρχει γεννητῶς‒καί αἰτιατῶς), τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό ἐκπορευτόν (τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει ἐκπορευτῶς‒καί αἰτιατῶς).