Θέα της Κωνσταντινούπολης του 6ου αι. από τη θάλασσα. Πίνακας του Eric Chauvin.
του Μάριου Νοβακόπουλου* από το Άρδην τ. 130-31
Στη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης, τα ονόματα έχουν πάντα μεγάλη σημασία. Γίνονται ισχυρά σύμβολα συσπείρωσης των οικείων και διάκρισης των «άλλων». Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, όπου οι λέξεις έχουν χάσει κάθε αγκύρωση και αλλάζουν σημασία από ημέρα σε ημέρα, το όνομα αποτελεί το κόσμημα της συλλογικότητας, η οποία κάνει κάθε τι για να το κατοχυρώσει. Η ονοματολογική διαμάχη μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να μένει αμετάφραστο το όνομα Turkiye, αντί Turkey, σε διεθνή χρήση, οι αντίστοιχες σκέψεις της Ινδίας να υιοθετήσει ως διεθνή ονομασία το ιθαγενές Bharat, δείχνουν πόσο σημαντικά είναι τα ονόματα στην διεθνή πολιτική.
Από την άλλη, αυτή η ευκολία με την οποία μπορεί να αναδιαμορφωθεί το περιεχόμενο των ονομάτων, φανερώνει και τα όριά τους. Η σημερινή κατάσταση των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες έχουν ανεξαρτητοποιήσει απόλυτα τις κατηγορίες με όρους απολυτότητας του αυτοπροσδιορισμού (στο έθνος, τη φυλή, το φύλο κ.λπ.), ευνοούν ιδιαίτερα αυτό το άδειασμα των συλλογικοτήτων από κάθε σταθερό, παρατηρήσιμο περιεχόμενο. Απομένουν μόνον οι ταυτότητες ως ρητορικές διακηρύξεις, ενώ η σύνδεσή τους με τα εσωτερικά τους στοιχεία θεωρείται πολιτικά αντιδραστική και κοινωνιολογικά ουσιοκρατική.
Η μακρά και πολυκύμαντη ιστορία του ελληνικού λαού αποτυπώνεται στη φυσιογνωμία και τις ταυτότητές του με τρόπο κατ’ εξοχήν σύνθετο. Ο Ελληνισμός, στην πάροδο του χρόνου, άλλαξε θρησκεία, πέρασε από την τοπική στην οικουμενική κλίμακα με τον Μέγα Αλέξανδρο, δέχθηκε τον Ρωμαίο κατακτητή, τη στιγμή που τον «κατέκτησε» πολιτισμικά, έγινε δομικό στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρώντας παράλληλα μορφές αντίστασης με βάση την πίστη και τη βυζαντινή ανάμνηση, ενώ ανέπτυξε με τη νεότερη Ευρώπη μία βαθιά οικειότητα, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε ταύτιση. Στο περιβάλλον αυτό, η εναλλαγή των εθνικών ονομάτων είναι φυσιολογική – πόσο μάλλον, αφού η ποικιλία αυτή υπήρχε και στην αρχαιότητα (Αχαιοί, Αργείοι, Δαναοί, Γραικοί, Έλληνες).
Η παγκόσμια αφύπνιση των ζητημάτων ταυτότητας μετά το 1990 αποτελεί τομή στις διεθνείς σχέσεις. Η πτώση του κομμουνισμού στην ανατολική Ευρώπη και του αραβο-σοσιαλισμού στη Μέση Ανατολή άφησε ένα μεγάλο κενό το οποίο κάλυψαν οι αποσιωπημένοι εθνισμοί και ο ισλαμισμός. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, η μαζική εισροή Βαλκανίων μεταναστών και ομογενών παλιννοστούντων προκάλεσαν βίαιη αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα με βάση την ιστορία, τη γλώσσα κ.λπ. Δημιουργήθηκαν μαχητικά δίπολα, μεταξύ παραδοσιακών και εκσυγχρονιστών, διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών, ανατολικών και δυτικών, αρχαιολατρών και ορθοδόξων κ.λπ.
Η διαδικασία αυτή ήταν γόνιμη, από την πλευρά ότι ορισμένα ζητήματα παραμερισμένα συζητήθηκαν έντονα για πρώτη φορά, ενώ δόθηκε η αφορμή για βαθύτερη έρευνα, π.χ. στην πατερική γραμματεία, τις παραδόσεις των Μικρασιατών ή τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων κ.λπ. Όμως, η αποσπασματική χρήση ιστορικών πτυχών ως ρητορικών όπλων σε έναν αγώνα πολιτικής επικράτησης, με σοβαρές διεθνείς προεκτάσεις[1], εν τέλει οδηγεί στον φανατισμό, με τελικό χαμένο την ιστορία. Έτσι έγιναν και τα εθνικά ονόματα, Έλλην, Γραικός, Ρωμιός, πυρομαχικά στις διαμάχες αυτές, με τη μία ή την άλλη πλευρά να απορρίπτει μετά βδελυγμίας το τάδε ή το δείνα.
Το ζήτημα των ονομάτων των Ελλήνων σχετίζεται άμεσα με το Βυζάντιο, καθώς τότε προκύπτει η χρήση στον ελληνικό κόσμο των όρων Ρωμαίος/Ρωμιός. Ανάλογα με την περίσταση, στις πηγές εμφανίζονται και τα τρία ονόματα, που λειτουργούν άλλοτε ως συνώνυμα, άλλοτε ως ταυτόσημα, ενίοτε δε ως αντίθετα. Το ζήτημα είναι σίγουρα ανοικτό για τις επιστήμες των βυζαντινών και των νεοελληνικών σπουδών, με πολλές διαφορετικές απόψεις, και εδώ δεν θα γίνει παρά μία πολύ πρόχειρη προσπάθεια επισκόπησης[2].
Βυζαντινοί: Τι λογής Ρωμαίοι, και τι λογής Έλληνες
Οι Έλληνες ήταν πάντα κάτι περισσότερο από ένας από τους λαούς που υποτάχθηκαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Η λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, καθώς και τμήματα της ίδιας της Ιταλίας, κατοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από ελληνικούς ή ελληνίζοντες πληθυσμούς. Η ελληνική γλώσσα, εκτός από κοινή γλώσσα της διοίκησης και του εμπορίου στην Ανατολή, έγινε απαραίτητο εφόδιο της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, συνώνυμο της εκλέπτυνσης και του πολιτισμού. Ο εξελληνισμός του «αγροίκου Λατίου» υπήρξε εκτεταμένος, σε βαθμό που προκάλεσε τον φόβο μήπως αλλοτριωθούν εντελώς τα πάτρια ήθη των Ρωμαίων[3]. Η ρωμαϊκή κατάκτηση υπήρξε αρχικά σκληρή, η επικράτηση όμως της ειρήνης, από τον Οκταβιανό και μετά, βοήθησε στην αποδοχή του νέου καθεστώτος. Η συνείδηση όμως της πολιτισμικής διαφοροποίησης και της πνευματικής ανωτερότητας παρέμεινε πολύ ισχυρή. Οι Έλληνες συγγραφείς της εποχής, αν και πολιτικώς νομιμόφρονες, τονίζουν τα πολιτισμικά πρωτεία των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων[4], όπως και τη μυθική ελληνική καταγωγή των Λατίνων κοσμοκρατόρων (από την Τροία, την Αρκαδία κ.λπ)[5]. Ο Γάλλος ιστορικός Paul Veyne τονίζει το γεγονός πως στον θρόνο της Ρώμης δεν κάθισε ποτέ Έλληνας, ούτε αφού η ρωμαϊκή υπηκοότητα άνοιξε για όλους τους κατοίκους (διάταγμα Καρακάλλα, 212 μ.Χ.) ενώ αναδείχθηκαν Ισπανοί, Ιλλυριοί, Βέρβεροι κλπ.[6]