Φώτης Κόντογλου
Πότε πρόφτασε η άνοιξη και στόλισε τη γη σαν νύφη!
Παντού πρασινάδα και δροσιά. Εκεί που ήτανε ξέρακας, βλέπεις χλωρασιά, εκεί που έβλεπες χώματα ξεροκαμένα από το βοριά, τώρα βρίσκεις ένα χαλί με χίλια χρώματα κεντημένο. Τα άγρια βράχια πλουμισμένα σαν από το χέρι κανενός ζωγράφου.
Όλη η πλάση χαίρεται. Το κάθε ζωντανό πλάσμα ζωντανεύει πιο πολύ, κι όσα δε ζούσανε έρχονται στη ζωή. Πουλιά κελαηδούνε, πεταλούδια και χρυσοβασιλιάδες και λογιών λογιών μαμούδια πετάνε, είτε περπατάνε στο χώμα. Τα χελιδόνια ήρθανε από τα ζεστά μέρη και χτίζουνε βιαστικά τις φωλιές τους. Τα λελέκια στέκονται απάνου στους κουμπέδες της εκκλησίας με το 'να ποδάρι και χτυπάνε τη μύτη τους.
Η θάλασσα ημερεύει και καλεί τους ανθρώπους να τους δροσίσει. Βαρκάκια, μικροκάικα, που ήταν τραβηγμένα στη στεριά το χειμώνα κι ήτανε τα μαδέρια τους ξεροσκασμένα, τώρα ξετρυπώνουνε από τα λιμάνια και πιάνουνε τ΄ ανοιχτά.