«“To παιχνίδι για τις γειτονιές χάθηκε, όταν χάθηκαν τα μικροεπαγγέλματα.
Θυμάμαι –όπως και πολλοί συνομήλικοι- τη μυρωδιά του δικού μας φούρνου, του δικού μας στεγνοκαθαριστήριου, το χιούμορ του κυρίου με τα τυριά, τον μισάνθρωπο με τα ψιλικά. Αλλά και την ποιότητα του γειτονικού σουβλατζή- την σιγουριά της μοναδικότητας, που την εξαφάνισε η ψευδής ποικιλία του ντιλίβερι.
Κάποτε, γύρω στα τέλη του ’90, όλοι αυτοί άφησαν τη θέση τους σε καταστήματα κάποιας αλυσίδας ή σε κάτι μουντρούχους γιους που δεν έβλεπαν τη δουλειά τους σαν ένα μυρωδάτο μικρό σύμπαν, αλλά σαν ένα σιχτίρι, που ποτέ δεν θα φερνε πια λεφτά που σε ζουν, ούτε κανενός είδους χαρά. Άλλαξε κι η μουσική. Από τραγούδια με ονοματεπώνυμο, άκουγες παντού τα λεγόμενα μπιτάκια, την τέλεια μη-μουσική που ταίριαζε φοβερά στην μη-αγάπη των μουντρούχων για τις δουλειές τους. Φαντάζομαι τα παιδιά τους θα είναι ακόμη πιο meta, σαν αυτούς τους τύπους που κανουνε unboxing προϊόντων και βγάζουνε του κόσμου τα λεφτά.
Δεν υπάρχει –κι ούτε ξέρω αν θα θελα να υπάρχει- γυρισμός στην «παλιά, καλή Ελλάδα». Αυτόν τον εύχονται κάτι περίεργοι τύποι, που στην αρχή σου φαίνονται συμπαθείς και μετά σου λένε για το Βελόπουλο και τις επιστολές του Ιησού. Η ζωή αλλάζει – και πώς αλλιώς; Απλώς δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρχει ευτυχία χωρίς μια δουλειά που να έχει κόπο, συγκίνηση, κέφι και θυσία και που να μετριέται η επιρροή της σε ανθρώπους που γνωρίζεις πραγματικά.
Αν είναι να κρατήσουμε κάτι απ’το παρελθόν, ας κρατήσουμε αυτό. Γιατί, αλλιώς, χώρες όπως αυτή, που είναι μικρές και οι αγορές τους ανακυκλούμενες, τις βλέπω απλώς να τρελαίνονται μέρα με τη μέρα και κανένα σχέδιο μελλοντικό να μην τους δίνεται –μόνο κίβδηλες υποσχέσεις.