Του Ἀργύρη Ἐφταλιώτη*
Τὸ εἶχα στὸ νοῦ μου νὰ καταστρώσω ἐδῶ τὰ πιὸ εὐκολόπιαστα σημάδια τοῦ Ρωμαίϊκου τοῦ χαρακτήρα, κι ὄχι μὲ σκοπὸ γιὰ νὰ γίνεται ὁμιλία, μὰ πάντα μὲ τὴν ἀρχικὴ τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ὅλο νὰ τὰ λέμε, ὅλο νὰ τὰ ξετάζουμε τὰ δικά μας, καὶ καλὰ κι ἀχαμνά, ὥσπου νὰ μάθουμε τὸ τί νὰ φυλάγουμε καὶ τί νὰ πετοῦμε, μὴν τύχει καὶ ξαναφανοῦμε καμιὰν ὥρα στὸν κόσμο καὶ βρεθοῦμε πάλε σὰν πρῶτ’ ἀνετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε ὅμως ἄξαφνα ὀμπρός μου ἀναπάντεχη δυσκολία. Ἡ ἀμηχανία ποὺ πιάνει τὸν ἄνθρωπο ὅταν κοιτώντας μὲς στὸν καθρέφτη θέλη νὰ ἱστορήση τοῦ προσώπου του τὰ σημάδια!
[...] Τί βγάζεις ἀπ’ ὅλ’ αὐτά; Ἐγὼ βγάζω πὼς ὁ Ρωμαίικος ὁ λαὸς εἶναι ψυχικὰ ὀργανισμένος ἀπάνω κάτω σὰν τοὺς καλλίτερους Εὐρωπαϊκοὺς λαούς. Τοῦ λείπει ὅμως ἡ πράξη. Μ’ ἄλλους λόγους, τοὺς πὲντ’ ἕξη αἰῶνες ποὺ ἡ Εὐρώπη σιγοξυπνοῦσε καὶ προετοιμαζότανε γιὰ τὰ σημερνὰ ἂς τὰ ποῦμε φῶτα, ἐμεῖς ποὺ στοὺς πιὸ προτερινοὺς αἰῶνες ζούσαμε καὶ βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, ἀποσταμένοι, ἀποναρκωμένοι.
Πῆρε λοιπὸν ἕνα δρόμο ὁ ἐθνικός μας ὁ χαραχτήρας, ποὺ ἂν καὶ στὸ βάθος ἀναλογεῖ μὲ τὸν Εὐρωπαϊκό, ἔχει τώρα τὰ δικά του, καὶ καλὰ καὶ κακά, κι ἄσκοπο δὲν εἶναι νὰ σημειωθοῦνε στὰ πεταχτὰ τὰ πιὸ σπουδαιότερα.
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ ψεγάδια, ἂς βάλουμε πρῶτα πρῶτα τὴν ἀψηφησιά μας σὲ κάθε εἶδος Νόμο. Βάλε Ρωμιὸ νὰ συντάξη Νόμο, καὶ θὰ σοῦ προλάβει κάθε περιστατικὸ ποὺ πρέπει νὰ προστατεύη αὐτὸς ὁ Νόμος. Στὴν πράξη ὅμως ἀπάνω, ἄλλος λόγος. Πώς ὁ Νόμος εἶναι ἱερὸ συφωνητικὸ ποὺ ὁ καθένας ἀνάλαβε νὰ τὸ φυλάει μ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, μπορεῖ κι αὐτὸ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξει μὲ μία διατριβὴ ἤ καὶ μ’ ἕνα βιβλίο. Νὰ τὴ ζυμώση ὅμως αὐτὴ τὴν ἀρχὴ μέσα στὴν καθημερνή του ζωή, ὄχι πῶς δὲν τὄχει στὸ αἷμα του –τὄχει, ἀφοῦ σὲ ξένους τόπους θέλοντας καὶ μὴ τονὲ σέβεται τὸ Νόμο– στὸν τόπο του ὅμως ποὺ ὁ Νόμος δὲν πολυδουλεύει (ἄλλη μελέτη αὐτή), δὲν τὸ καλόνοιωσε ὁ Ρωμιὸς τὸ συφωνητικό του μὲ τοὺς συντοπίτες του. Δὲν ἄδειασε ἀκόμα νὰ τὸ καλονοιώσει. Ἔχει ἄλλες δουλειές. Ἔχει νὰ φροντίζει γιὰ τὸ δικό του, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θαρρεῖ πῶς εἶναι δικό τοῦ συφέρο. Μᾶς φέρνει μ’ ἄλλους λόγους τὸ ψεγάδι αὐτὸ στὸν Ἐγωισμό, ὄχι δὰ στὸν Ἐγωισμὸ ποὺ ἔχει ὅλος ὁ κόσμος, μὰ μία σταλίτσα ἀκόμα.