Nicolas Berdiaeff, Αλήθεια και Αποκάλυψη,
εκδ. Δωδώνη, σελ. 189-202
Ίσως η πιο δυσάρεστη όψη του ζητήματος είναι πως η ιδέα της κόλασης συνδέεται με μιαν έννοια, δικαιοσύνης, που προκύπτει από το ένστικτο της εκδίκησης. Το βλέπομε τούτο στον ιερό Αυγουστίνο, στον Γρηγόριο, στον Θωμά τον Ακινάτη και στον Καλβίνο, μολονότι, στον τελευταίο, η δικαιοσύνη παίζει πολύ μικρό ρόλο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο δικαϊκός τρόπος κατανόησης του Χριστιανισμού έφθασε στην εσχάτη διατύπωση του. Αν είναι έτσι, τότε η δικαιοσύνη του Ύπατου Δικαστού, ο οποίος επιβάλλει αυτές τις ποινές, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την συνήθη γήινη δικαιοσύνη ενός γήινου δικαστηρίου. Η καταδίκη στην κόλαση επιβάλλεται από έναν παντοδύναμο και οικτίρμονα Θεό, μολονότι είναι ο ίδιος που δημιούργησε το παν, περιλαμβανομένης και της ανθρώπινης ελευθερίας, ο οποίος προέβλεψε το παν και συνεπώς το προκαθώρισε. Μια καταδίκη εις τον αιώνα τον απαντά επιβάλλεται για πράξεις που διεπράχθησαν από ένα αδύνατο πεπερασμένο πλάσμα μέσα σ' ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα πλάσμα που τελεί ολοκληρωτικά υπό την ισχύ του Θεού. Αυτό δεν μας θυμίζει ούτε και την πολύ περιωρισμένη δικαιοσύνη των ανθρώπων, πολύ περισσότερο βεβαίως την θεία δικαιοσύνη. Και αυτός ο ιερός Αυγουστίνος σκεφτότανε, πως όλα τα ανθρώπινα όντα, χωρίς εξαίρεση, δικαίως τιμωρούνται με τα αιώνια βάσανα της κόλασης, μολονότι ο Ύπατος Δικαστής εξαιρεί μερικά από αυτήν την δίκαιη μοίρα σ' αυτούς χορηγεί την λυτρωτική χάρι του, και τους προορίζει να σωθούν. Δύσκολα θα μπορούσε να επινοήσει κανείς κάτι πιο απεχθές.