από π. Μιλτιάδης Ζέρβας
Ἡ τέχνη τοῦ κινηματογράφου εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ πὼς ἔχει ἐπιτύχει νὰ περιγράψει καίριες πτυχὲς τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μὲ τρόπο συναρπαστικὸ καὶ πρωτότυπο. Ἡ καλοσύνη, ἡ ὀμορφιά, ὁ ἔρωτας, τὸ δίκαιο, ἡ ἐλευθερία ἔχουν κινηματογραφηθεῖ σὲ πλήθος ταινιῶν μὲ εὐαισθησία καὶ λεπτότητα.
Παρὰ ταῦτα ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει μιὰ ἔντονη ἀμφισβήτηση γιὰ τὸ κατὰ πόσον ὁ κινηματογράφος θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ παρουσιάσει μὲ ἀκρίβεια καὶ γνησιότητα ὄψεις τῆς πνευματικότητας, ἔτσι ὅπως βιώνεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ μοιάζει νὰ δικαιώνεται κατὰ τὴν παρακολούθηση πολλῶν «χριστιανικῶν ταινιῶν» οἱ ὁποῖες δὲν καταφέρνουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ ἢ τὴν ἠθικολογία. Ὑπάρχουν ὅμως μόνο αὐτὲς οἱ ταινίες;
Τὸ 2019 λίγο πρὶν οἱ κινηματογραφικὲς αἴθουσες κλείσουν τὶς πόρτες τους στὸ κοινὸ ἐξαιτίας τῆς πανδημίας, βρέθηκα μὲ μερικοὺς φίλους σ’ ἕνα μικρὸ σινεμὰ γιὰ νὰ δοῦμε μία ταινία ποὺ μᾶς εἶχε ἔνθερμα προταθεῖ. Ὅταν ἡ προβολὴ τελείωσε περασμένα μεσάνυχτα, μᾶς θυμάμαι νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸν κινηματογράφο στὸν κρύο ἀέρα τῆς πόλης σιωπηλοὶ μὰ γεμάτοι. Κάποιοι εἶχαν τὰ μάτια ὑγρά, κάποιοι κουνούσαν τὸ κεφάλι, ἕνας φίλος εἶχε φωτίσει τὸ πρόσωπό του μ’ ἕνα χαμόγελο. Κι ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν κινηματογράφο κυκλώσαμε, ἀρχίζοντας νὰ ἀρθρώνουμε λέξεις στὴν ἀρχὴ διστακτικά, μὰ μετέπειτα μὲ τρόπο χειμαρρώδη. Τότε ἄρχισαν νὰ προβάλλουν εἰκόνες, πρόσωπα, ἐντυπώσεις, ἐρμηνεῖες. Πόση ἀλήθεια χώρεσαν τὰ μάτια μας; Πόση ζωή; Πόση χαρά; Πόση ταπείνωση; Πόσο φιλότιμο; Πόση γενναιότητα; Πόσο πόνο; Πόση ἁγιότητα; Πόσο Πνεῦμα Θεοῦ πλήρωσε τὴν ψυχή μας;
Εἴχαμε παρακολουθήσει τὴν ταινία τοῦ Τέρενς Μάλικ «Μιὰ κρυφὴ ζωή».
Παρὰ ταῦτα ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὑπάρχει μιὰ ἔντονη ἀμφισβήτηση γιὰ τὸ κατὰ πόσον ὁ κινηματογράφος θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ παρουσιάσει μὲ ἀκρίβεια καὶ γνησιότητα ὄψεις τῆς πνευματικότητας, ἔτσι ὅπως βιώνεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ μοιάζει νὰ δικαιώνεται κατὰ τὴν παρακολούθηση πολλῶν «χριστιανικῶν ταινιῶν» οἱ ὁποῖες δὲν καταφέρνουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ ἢ τὴν ἠθικολογία. Ὑπάρχουν ὅμως μόνο αὐτὲς οἱ ταινίες;
Τὸ 2019 λίγο πρὶν οἱ κινηματογραφικὲς αἴθουσες κλείσουν τὶς πόρτες τους στὸ κοινὸ ἐξαιτίας τῆς πανδημίας, βρέθηκα μὲ μερικοὺς φίλους σ’ ἕνα μικρὸ σινεμὰ γιὰ νὰ δοῦμε μία ταινία ποὺ μᾶς εἶχε ἔνθερμα προταθεῖ. Ὅταν ἡ προβολὴ τελείωσε περασμένα μεσάνυχτα, μᾶς θυμάμαι νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸν κινηματογράφο στὸν κρύο ἀέρα τῆς πόλης σιωπηλοὶ μὰ γεμάτοι. Κάποιοι εἶχαν τὰ μάτια ὑγρά, κάποιοι κουνούσαν τὸ κεφάλι, ἕνας φίλος εἶχε φωτίσει τὸ πρόσωπό του μ’ ἕνα χαμόγελο. Κι ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν κινηματογράφο κυκλώσαμε, ἀρχίζοντας νὰ ἀρθρώνουμε λέξεις στὴν ἀρχὴ διστακτικά, μὰ μετέπειτα μὲ τρόπο χειμαρρώδη. Τότε ἄρχισαν νὰ προβάλλουν εἰκόνες, πρόσωπα, ἐντυπώσεις, ἐρμηνεῖες. Πόση ἀλήθεια χώρεσαν τὰ μάτια μας; Πόση ζωή; Πόση χαρά; Πόση ταπείνωση; Πόσο φιλότιμο; Πόση γενναιότητα; Πόσο πόνο; Πόση ἁγιότητα; Πόσο Πνεῦμα Θεοῦ πλήρωσε τὴν ψυχή μας;
Εἴχαμε παρακολουθήσει τὴν ταινία τοῦ Τέρενς Μάλικ «Μιὰ κρυφὴ ζωή».