Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Χρήστος Γιανναράς για τον “Τσάμικο” των Ν.Γκάτσου/Μ. Χατζηδάκι (BINTEO)


Το σύντομο σχόλιο του Χρήστου Γιανναρά προέρχεται από μια παλαιά συζήτησή του με τον Στέλιο Ράμφο, με θέμα την παιδεία και τα σχολικά βιβλία, σε εκπομπή της Λιάνας Κανέλη

-προέλευση από το κανάλι Antifono,

-τρεις πίνακες είναι του ζωγράφου Θεόφιλου.


Οι στίχοι του τραγουδιού:



Στα κακοτράχαλα τα βουνά

με το σουραύλι και το ζουρνά

πάνω στην πέτρα την αγιασμένη

χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.

Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής

κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.



Δική τους είναι μια φλούδα γης

μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς

για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα

απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.



Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς

κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.

Από την Ήπειρο στο Μοριά

κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά

το πανηγύρι κρατάει χρόνια

στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.



Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός

και δραγουμάνος του ο λαός.


ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/45559
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς



από π. Μιλτιάδης Ζέρβας


Σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ὄχι τόσο μακρινή, τὰ πρόσωπα μιλοῦσαν μὲ φειδὼ καὶ πολὺ συχνὰ σιωποῦσαν μπροστὰ στὴν τραγικότητα τοῦ πολύπαθου βίου τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν οἱ παλιοὶ πὼς τὰ «πολλὰ λόγια εἶναι φτωχὰ» κι ἀνήμπορα νὰ χωρέσουν τὴν ὀδύνη, τὴ συμφορὰ καὶ τὸ κρίμα.

Δὲν κατανοοῦμε σήμερα τούτη τὴ στάση. Συχνὰ τὴν ἑρμηνεύουμε ὡς παθητικὴ καὶ συνένοχη. Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς τελικά, δὲν διστάζουν νὰ καταγγείλουν μὲ φωνὴ σθεντόρια τὶς παλαιότερες γενιὲς ὡς ὑπαίτιες τῆς καλλιέργειας τῆς ἔμφυλης βίας, γιατὶ «ἡ σιωπὴ σημαίνει συγκάλυψη».

Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι κάποτε, ἀπὸ τὶς σιωπές τους φτιάχναν λόγια ἀκριβά. Λόγια ποὺ θέλαν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, λόγια ποὺ ἐπιχειροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, λόγια ποὺ γονάτιζαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Λόγια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἔπαρση ὅτι εἶναι ἱκανὰ νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ὅμως καλλιεργοῦσαν τὴν ἐλπίδα πὼς μπορεῖ τοῦτος ὁ κόσμος νὰ γίνει λίγο πιὸ φωτεινός. Ἔφτιαχναν, τότε, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς σιωπές τους στίχους καὶ ποιήματα καὶ τραγούδια.

Ἕνα τέτοιο τραγούδι ἀκούστηκε τὸ 1975 ἀπὸ τὸν Μανώλη Μητσιά. Εἶχε γράψει τοὺς στίχους ὁ Νίκος Γκάτσος καὶ τὴ μουσικὴ ὁ Μάνος Χατζιδάκις. Τὸ τραγούδι φέρει τὸν τίτλο «Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς».

«Ὁ Γιάννης ὁ φονιάς παιδὶ μιᾶς Πατρινιᾶς καὶ ἑνὸς Μεσολογγίτη»
.

Ἔτσι ξεκινᾶ τὸ τραγούδι, μὲ τοῦτα ἀκριβῶς τὰ λόγια. Ἔχει προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ μουσικὴ εἰσαγωγὴ, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ἦχος τοῦ μπουζουκιοῦ. Τὸ λαϊκὸ αὐτὸ ὄργανο στὸ ρυθμὸ τοῦ χασάπικου μὲ ἔνταση ἀποκαλύπτει μυστικά, ὅλα ὅσα οἱ στίχοι δὲν ἀφηγοῦνται. Ὁ Γιάννης ἔχει σκοτώσει τὴ γυναίκα του, ἐκείνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὰ ἑπτὰ παιδιά τους, ἕξι ἀγόρια καὶ ἕνα μοναχὰ κορίτσι. Τὴν σκότωσε γιατὶ ἐκείνη τὸν ἀπάτησε μὲ τὸν καλύτερό του φίλο. Τὰ πρῶτα μουσικὰ μέτρα τοῦ τραγουδιοῦ ὑπονοοῦν τὴ βία, μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔχει συντελεστεῖ, ξεδιπλώνουν τὴν τραγωδία, ὄχι μὲ κάμερες καὶ αὐτόπτες μάρτυρες, ὄχι μὲ δημοσιογράφους καὶ εἰδήμονες, ἀλλὰ μὲ ἕναν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ ψυχὴ πληροφορεῖται γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τὰ γεγονότα φέρουν καὶ ὄχι γιὰ τὰ ἐπιφαινόμενα. Ξέρει ὁ ποιητὴς πὼς οἱ λόγοι ἐνδέχεται νὰ προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ δράματος, νὰ ὑποκινήσουν τὴ φτηνὴ περιέργεια, νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἄναρθες κραυγὲς χωρὶς νόημα· γι’ αὐτὸ παραχωρεῖ τὴ θέση τους στὸ μέλος.

Μὰ ὅταν τὰ λόγια τελικὰ προβάλλουν καὶ συναντοῦν τὴ μουσική, ἡ ἔνταση τοῦ μπουζουκιοῦ ὑποχωρεῖ, ὁ ἦχος γίνεται πιὸ λυρικός. Κι ὅμως, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἀκοῦμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴ νέα μουσικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἡ σκληρὴ ἀποκάλυψη πὼς ὁ Γιάννης εἶναι φονιάς. Ὁ Γκάτσος δὲν στρογγυλεύει τὰ πράγματα, δὲν κρύβεται, δὲν λέει μισόλογα: ὁ Γιάννης σκότωσε τὴ γυναίκα του καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι φονιάς. Μπορεῖ τὸ δικαστήριο νὰ τὸν ἀθώωσε, θεωρώντας πὼς ἡ δολοφονία ἔγινε «ἐν βρασμῷ ψυχῆς», μὰ τοῦτο δὲν ἀλλάζει τὰ πράγματα. Ὁ ποιητὴς δὲν καταγγέλλει τὸν Γιάννη, δὲν ἔρχεται νὰ τὸν δικάσει ἐκ νέου, ἁπλὰ περιγράφει τὴν πραγματικότητα. Μιλᾶ μονάχα γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βλέπει. Ἡ πράξη τοῦ Γιάννη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀμαυρώνουν τὴν ψυχή. Εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ σὲ ὁρίζουν, ποὺ σὲ μεταποιοῦν ἀπὸ κάτι ποὺ ἦσουν σὲ κάτι ποὺ ἔγινες. Ὁ Γιάννης, λοιπὸν, ἦταν σύζυγος καὶ ἔγινε φονιάς.

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης - Νίκος Γκάτσος




Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει τη γνωριμία και την πρώτη

του εντύπωση από τον Νίκο Γκάτσο:

Τον Οκτώβριο του 1936 ένα βράδυ, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Δε μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε. Ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε εκεί, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καπαρντίνα με ανασηκωμένο το γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο.

Ώσπου να φτάσουμε στη στάση Αγγελοπούλου – και είχαμε πάρει το δρόμο με τα πόδια ως εκεί μια που κι εκείνος, όπως μου είπε, καθόταν στην Κυψέλη – με είχε κοσκινίσει, κάνοντας αντεπίθεση, βάζοντας μεθοδικά ερωτήσεις, ανιχνεύοντας τις γνώμες και τις προτιμήσεις μου, αναφέροντας απίθανες λεπτομέρειες από ελάχιστα γνωστά κείμενα που, παρόλ’ αυτά, στάθηκε αδύνατον να μ’ αιφνιδιάσουν, απεναντίας με κούρντιζαν, μ’ έβαζαν να του ανταποδίδω κι εγώ με τη σειρά μου τα ίδια. Το παιχνίδι αυτό βάσταξε ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε στα χείλη μας τα «Μανιφέστα» του Breton. 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Σταύρου Ξαρχάκου: Ξαναδιαβάζω την ''Αμοργό''





Ξαναδιαβάζω την ''Αμοργό''
και δεν ξέρω για ποιο λόγο
αισθάνομαι την ανάγκη,
τη βαθιά ανάγκη,
να σας μιλήσω
για την αγωνία που είχα
την εποχή που έλαβα το ποίημα
μαζί με μια επιστολή σας.
Ήταν το 1971 στο Παρίσι.
Η ίδια αγωνία, αν όχι βαθύτερη,
με κατέχει και σήμερα.
Ήταν Πάσχα και μόλις είχα γυρίσει
από την πρωινή μου βόλτα
στον Κήπο του Λουξεμβούργου.
Μου είχε γίνει εμμονή να
παρατηρώ τις αλλαγές του χρόνου
από τα λουλούδια
και τα κλαδιά των δέντρων.
Αντιλήφθηκα κάπου μια γνώριμη
μυρωδιά σαν αυτή των Εξαρχείων,
κάπου στον τοίχο του σπιτιού
μια αχτίδα ήλιου έμπαινε ίδια
όπως και το σπίτι της Καλλιδρομίου,
λίγο πιο πέρα φωνές παιδιών
από το γειτονικό σχολείο
την ώρα του διαλείμματος.
Σύμπτωση!
Από τότε που γεννήθηκα
όπου και να κατοικούσα
πάντα υπήρχε δίπλα ένα σχολείο.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ-Νίκος Γκάτσος



Πάντα στον κόσμο θα 'ρχεται Παρασκευή Μεγάλη
και κάποιος θα σταυρώνεται για να σωθούν οι άλλοι...
Ν.Γκάτσος

Φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα λίγο πριν τον εκτελέσουν...)

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ . ''Εφυγε'' 18 Μαρτίου 1996.




Σε μια άλλη Ελλάδα, κάπου στο 1936, ο Γκάτσος συνάντησε τον Ελύτη και για 50 χρόνια, έμειναν αχώριστοι.

 Βρισκόντουσαν στο ιστορικό φιλολογικό "καφενείο" του Λουμίδη. Ο Γκάτσος και ο Ελύτης καθιέρωσαν τα φιλολογικά στέκια του Ηραίου και του Λουμίδη. Σε αυτά συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι –  στο πρώτο κυρίως πριν από τον πόλεμο και στο δεύτερο αμέσως μετά. Με την πάροδο του χρόνου σε αυτά τα στέκια ο Γκάτσος ξεχώρισε ως εξέχουσα προσωπικότητα μιας μεγάλης ομάδας διανοούμενων, ποιητών, ζωγράφων, λογοτεχνών από την οποία πέρασαν ο Κουν, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Τσαρούχης, ο Ν. Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις, ο Ταχτσής, ο Μόραλης, ο Αργυράκης και πάρα πολλοί άλλοι. 

Επιστολή  του  Ν. Γκάτσου  προς  Ο. Ελύτη

29 Απριλίου

Αγαπητέ μου Οδυσσέα,

Είναι μια εβδομάδα περίπου από τότε που έλαβα το γράμμα σου, αλλά δε σου απάντησα αμέσως περιμένοντας να βρω την κατάλληλη ευκαιρία για να σου γράψω πιο πλατιά και πιο ελεύθερα τις σκέψεις μου και τα συμπεράσματά μου από πολλά πράγματα που μας απασχολούν και τους δυο.

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πρόχειρα, σα να βρισκόμασταν μαζί σε κάποια φιλική γωνιά όπως άλλοτε, κι ας αφήσουμε τα οριστικά συμπεράσματα από ορισμένες ανησυχίες μας, αφού άλλωστε μπορεί να είναι πολύ θλιβερά, για άλλη φορά.

Και πρώτα - πρώτα ευχαριστήθηκα πολύ που έλαβα γράμμα σου ύστερα από τόσον καιρό. Τα παράπονά μου νομίζω πως ήταν δικαιολογημένα: Σου είχα γράψει για τις φροντίδες μου και για τις προσπάθειες που έκαμα να πείσω όχι τόσο τον Αλέξη Σολομό όσο τους άλλους υπευθύνους του θεάτρου ότι συντομεύοντας αναγκαστικά τον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, έπρεπε να κρατήσουμε τα μέρη που εγώ θεωρούσα περισσότερο «θεατρικά» -δηλαδή πιο εύκολα να τα ερμηνεύσουν κατά τον τρόπο τους. Περίμενα μια τυπική τουλάχιστο έγκρισή σου για να τους μιλώ με περισσότερο κύρος, αλλά εσύ αγρόν ηγόραζες εις τα Ηλύσια Πεδία. Πάντως το ποίημα είχε μεγάλη επιτυχία όπως διάβασες και οι επιφυλάξεις των κριτικών σχετικά με την ερμηνεία ήταν ως ένα σημείο δικαιολογημένες, γιατί έχω πεισθεί πως οι Έλληνες ηθοποιοί βρίσκονται σε πολύ χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Και φυσικά άλλο είναι να ερμηνεύσεις ένα συνηθισμένο νατουραλιστικό δράμα, κι άλλο να ερμηνεύεις ένα ποιητικό κείμενο.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Ο Γιάννης ο φονιάς

Γιώργος Μητρόπουλος

Για το Νίκο Γκάτσο 

Καλοκαίρι του '74, φτάνω στην Αθήνα
Ψάχνω για δουλειά
Ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου,
έπεσε το μάτι μου σε μια ταμπέλα:
''Εστιατόριο - Ζαχαροπλαστείο Φλόκα''
Απ' το επόμενο πρωί, 
βρέθηκα να δουλεύω εκεί,
βοηθός σερβιτόρου.
Επειδή ήμουν ''γραμματιζούμενος'',
ο κύριος Λεόντιος, ο μετρ, μου είπε:
"Εσύ, θα έχεις το τραπέζι του ποιητή"

Στάθηκα λοιπόν 
στη μεγάλη ροτόντα του εστιατορίου
και περίμενα τον ποιητή
Κατά τις δώδεκα,
μπήκε ένα μετέωρο
και έκατσε στο τραπέζι
Ήταν ο Νίκος Γκάτσος
Παράγγειλε καφέ,
και αφού έχει ρωτήσει τ' όνομά μου,
με ρώτησε: 
"Γιώργο εκτός από αυτό,
τι άλλο κάνεις στη ζωή σου;''
''Σπουδάζω Νομική'', του απάντησα
''Και από που είσαι;''
''Η μάνα μου είναι απ' την Αρκαδία
και ο πατέρας μου από την Ηλεία"

''Εμείς θα γίνουμε φίλοι'' μου είπε, 
και την άλλη μέρα, μου χάρισε 
το βιβλίο του Ανδρέα Εμπειρίκου,
''Υψικάμινος''
Καθώς σερβίριζα τον καφέ του,
συχνά με ρωτούσε για τον τόπο μου
κι εγώ του αράδιαζα ιστορίες
θρυλούμενες αλλά και πραγματικές

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ - “Φέρτε μου τη θάλασσα” στη μνήμη του πατέρα του



O Nίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα της Αρκαδίας το 1911.
Όταν ήταν σε ηλικία 5 ετών, ο αγρότης πατέρας έφυγε μετανάστης στην Αμερική.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αρρώστησε βαριά και πέθανε.
Τη σορό του την έριξαν στη θάλασσα.

Στη μνήμη του πατέρα του, θα γράψει το ποίημα “Φέρτε μου τη θάλασσα”.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν'αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Δίσκος: Θαλασσινά φεγγάρια~ 1974*

*Δίσκος απαγορευμένος από τη Χούντα, που κυκλοφόρησε αμέσως με την πτώση της τον Ιούλιο του 1974
https://youtu.be/D8O9NbrPV2w

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Ο Γκάτσος στο Χάρβαρντ

Ο Γκάτσος στο Χάρβαρντ - Media


  Τι δουλειά έχει ο Γκάτσος στη χώρα του Survivor; Έφυγε.
  Η Ελλάδα ζει πιο καλά στο Χάρβαρντ, παρά στα χώματα που χόρεψαν ο Διγενής και ο γιος τηςΆννας της Κομνηνής.
  Το Χάρβαρντ απέκτησε το Αρχείο του Γκάτσου. Εύγε στο Χάρβαρντ! Η Ελλάδα μεταξύ Καρανίκα,ΚουφοντίναΚαμμένου και Γεωργιάδη στένεψε ακόμα πιο πολύ την πνευματική της επικράτεια.
  Ο Γκάτσος, ένας μεγάλος ποιητής που η αξία του θα αναγνωρίζεται μέσα στα βάθη του χρόνου που έρχεται όλο και πιο πολύ, μετακόμισε στο Χάρβαρντ, όπως μεταναστεύουν οι νεαροί Έλληνες στην Εσπερία, αφήνοντας πίσω τους την Ελλάδα χωρίς τους θησαυρούς της.
  Ο ρωμαίικος στέρεος Γκάτσος και ως εκ τούτου οικουμενικός πάει στη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ (η οποία μόνο σε μεταβυζαντινά ελληνικά έργα φθάνει τα 300.000 βιβλία) να φέγγει από ’κεί στον κόσμο. Και μιλώντας για αυτά τα 300.000 βιβλία που κατέχει το Χάρβαρντ (ανάμεσά τους σπάνιες εκδόσεις πολύτιμες) αναφερόμαστε σε μια γραμματολογία μιας γραμματείας που κατά τους εθνοαποδομιστές (ΛιάκοΜπαλτάΓαβρόγλουΑναγνωστοπούλου και Σία) δεν υπήρχε, καθότι ούτε οι Έλληνες υπήρχαν κατ’ αυτούς τους αιώνες, ώσπου να τους… επινοήσει εκ νέου ο Διαφωτισμός. Αλλά τι ξέρει το Χάρβαρντ μπροστά στους Ιούς και την εφημερίδα των Συριζιστών;

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ - ΝΤΑΛΑΡΑΣ


Μεταφέρουμε από το φατσοβιβλίο το σχόλιο του φίλου Γιώργου Γκόντζου:
"Γειά σου αθάνατε Νίκο Γκάτσο!!!!!!...Και άντε από εκεί όσοι εκστασιαστήκατε με τον Νέγκρι ,τον απολογητή της "αυτοκρατορίας" και της παγκοσμιοποίησης,όσοι θεωρείτε την πατρίδα λήμμα στο λεξικό,όσοι νομίζετε πως όσο υποτάσσεστε στις επιλογές και μεθοδεύσεις υπερεθνικών κύκλων ,τόσο πιο συνεπείς επαναστάτες είστε, που συγχέετε τον διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό....κ.λ.π."
{..}Μια χούφτα είν’ ο άνθρωπος από στυφό προζύμι
γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι
του μένει μόνο στη ζωή μια γλώσσα μια πατρίδα 
η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα

Όλο το βιός κι η προίκα του ένας καημός στα στήθια
κι ο τόπος που τον γέννησε η δυνατή του αλήθεια
Για δέστε κείνο το παιδί με τα γερά τα χέρια
πώς οδηγεί τ’ αδέρφια του ν’ ανέβουν ως τ’ αστέρια
κι απ’ τα βουνά της Ρούμελης και τα νησιά του νότου
ένας πανάρχαιος παππούς κοιτάει τον εγγονό του{..}

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΙΛΙΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ…. | ΕΝΩΣΙΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

site-of-archeological-ruins-in-greece
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά
και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο
και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα.
Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα
μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα.
«Αμοργός», 1943
Για την αναμφισβήτητη σχέση αλληλόδρασης της ποίησης με τη μουσική έχουμε ξαναμιλήσει από αυτήν τη στήλη, ανιχνεύοντας εκείνα τα ποιήματα-προπλάσματα σπουδαίων τραγουδιών, αλλά και εκείνα τα τραγούδια-ποιήματα αυτοτελή και άρτια, ανεξάρτητα από τη μουσική τους επένδυση. Γι’ αυτό που δεν έχουμε τολμήσει να μιλήσουμε έως τώρα (και πώς να το επιχειρήσεις άλλωστε, αφού είναι βέβαιο πως θα φανείς άστοχος και ανεπαρκής) είναι για εκείνον τον ποιητικό πνεύμονα που δώρισε απλόχερα, αλλά με μια συγκλονιστική ταπεινότητα, στη μεταπολεμική ελληνική μουσική ο Ασεάτης ποιητής Νίκος Γκάτσος. Ο ποιητής που με συνειδητή νηφαλιότητα επιλέγει να προσαράξει για χρόνια στους κόλπους της μουσικής, αφήνοντας στο καθαρό ποιητικό ενεργητικό του μόνο την «Αμοργό» και τρία ακόμα ποιήματα να τη συνοδεύουν («Ελεγείο» [1946], «Ο Ιππότης και ο Θάνατος» [1947], «Το τραγούδι του παλιού καιρού» [1963]), μπολιάζοντας τη μουσική με έναν υπερρεαλισμό καθόλα ελληνικό. Αδυνατώντας να ξεχωρίσεις στιχουργικά κάποια από τα τραγούδια του ως αγαπημένα, καθώς κάθε φορά που λες τα εντόπισα, σου έρχονται στον νου και άλλα και άλλα (το βάσανο θα ήταν μικρό αν μιλούσαμε απλώς για δεκάδες τραγούδια, στον Γκάτσο είναι εκατοντάδες τα τραγούδια που συγκλονίζουν!), το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αχνογραφήσεις την αίσθηση. Μια αίσθηση βέβαια που είναι αδύνατο να αποσπαστεί από τη μουσική ευαισθησία (και ευφυΐα θα προσθέταμε εμείς) των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Χάλαρη, Μούτση, Κηλαηδόνη και άλλων…

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ



Μουσική-Μανος Χατζιδάκις
Στίχοι-Νίκος Γκάτσος
Τσαμικος Μανώλης Μητσιάς

Στα Κακοτράχαλα τα βουνά,
με το σουραύλι και το ζουρνά.
Πάνω στην πέτρα την αγιασμένη,
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος και ο Διγενής
και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

«… καθίστε πρώτα και μάθετε τα ελληνικά… »

Σεπτεμβρίου 13, 2013 από seisaxthiablog
Απέναντι στο δικό τους «κήρυγμα», εμείς θυμόμαστε τον Ελύτη που έλεγε στους Ελληνες μετανάστες της Σουηδίας, το 1979:
«Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη – ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ’ αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια – μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να ‘σαστε περήφανοι, να’ μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” όπως την έλεγαν ο Ομηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια. Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ’ αυτή τη γλώσσα και σας χαιρετώ, σας αποχαιρετώ μάλλον, αφού η στιγμή έφτασε να φύγω».
*
Και τον Γκάτσο:
«Μια χούφτα είν’ ο άνθρωπος από στυφό προζύμι/ γεννιέται σαν αρχάγγελος πεθαίνει σαν αγρίμι/ του μένει μόνο στη ζωή μια γλώσσα μια πατρίδα/ η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα/ Ολο το βιος κι η προίκα του ένας καημός στα στήθια/ κι ο τόπος που τον γέννησε η δυνατή του αλήθεια/ Για δέστε κείνο το παιδί με τα γερά τα χέρια/ πώς οδηγεί τ’ αδέρφια του ν’ ανέβουν ως τ’ αστέρια/ κι απ’ τα βουνά της Ρούμελης και τα νησιά του νότου ένας πανάρχαιος παππούς κοιτάει τον εγγονό του».
*
Και τον Αισχύλο:
«βορβόρω δ’ ύδωρ λαμπρόν μιαίνων ούποθ’ ευρήσεις ποτόν» (με βούρκο αν το μολύνεις από πού θα πιεις καθαρό νερό).

Και τον Ενγκελς που τόνιζε ότι
«οι πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας περιέχουν σε έμβρυο, εν τω γεννάσθαι τρόπους θεώρησης του κόσμου»
και που απευθυνόταν με τα παρακάτω «τρυφερά» λόγια στους «πνευματώδεις εξυπνάκηδες» της εποχής του:
«Ω Φιλισταίοι καθίστε πρώτα και μάθετε τα ελληνικά κι όταν τελειοποιηθείτε σ’ αυτά, τότε ελάτε να τα πούμε. Μόνον εκείνοι που ξέρουν ελληνικά μπορούν να συζητούν σωστά».
*
Αλλά ένα τέτοιο σχολείο, όπου θα προάγεται το «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» δεν είναι στις προθέσεις εκείνων που υπηρετούν και αναπαράγουν ένα σύστημα που έχει «άρχοντες» και «δούλους».

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Έλα της θάλασσας θεριό
και του πελάγου μπόρα
το φοβερό σκουπιδαριό
να διώξεις απ’ τη χώρα

Ν. Γκάτσος Μ. Παρασκευή

Οι στίχοι του ανήκουν σε ποίημα του Νίκου Γκάτσου, με τίτλο Παρασκευή Μεγάλη, το οποίο μελοποίησε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και τραγούδησε η Φωτεινή Δάρρα.