Η Αρκαδιά (Τριφυλία): Από την Β΄ Τουρκοκρατία μέχρι την Επανάσταση
ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1715 - 1770)
Α. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
Φράγκοι, Τούρκοι, Ενετοί... και πάλι, οι Τούρκοι. Τα σκηνικά άλλαζαν, όχι όμως και η κατάστασις. Αυτή ήταν πάντα ίδια, με «σκαμπανεβάσματα». Η δουλεία συνεχιζόταν. Τα πράγματα βάδιζαν, από το κακό στο χειρότερο. Θύματα πάντα, οι σκλαβωμένοι ραγιάδες. Οι Τούρκοι, ήρθαν με υποσχέσεις. Τούτη την φορά όμως, «της δεύτερης Τουρκοκρατίας», όπως ονομάσθηκε η περίοδος (1715- 1770), ήταν πολύ χειρότερα από πρώτα.
Ο πολύς λαός, το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Η κλεφτουργιά συνεχίστηκε κι’ ένισχύθηκε κιόλας. Εκείνοι που άργησαν κάπως να το καταλάβουν ήταν οι προύχοντες και οι κοτσαμπάσηδες. Ίσως να μην είχαν και λόγους να το καταλάβουν.
Η Τριφυλία και η Αρκαδιά παρά την ηρωική αντίστασι των Αρκαδινών, με τον Σουλιμιώτη και τΗ Αρκαδιά (Τριφυλία): Από την Β΄ Τουρκοκρατία μέχρι την Επανάσταση
ούς άλλους, πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.
Ας μιλήσουν μερικοί συγγραφείς, για την περίοδο αυτή. Οι γνώμες δεν συμφωνούν και δεν συμπίπτουν. Καθένας βλέπει και κρίνει τα πράγματα από την θέσι του και την σκοπιά του. Ωστόσο όμως, η αλήθεια είναι ολοφάνερη. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, γράφει στά απομνημονεύματά του: «...διά 50 σχεδόν έτη επέρασεν η Πελοπόννησος έν μεγάλη ησυχία και ευδαιμονία. Με τον ίδιο πνεύμα και άλλοι ομιλούν. Ο πρωτοσύγγελος της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως, Αμβρόσιος Φρατζής και ιστορικός της επαναστάσεως γράφει: «Πολλοί δεν εδέχθησαν να κύψουν τον αυχένα και ανελθόντες εις τα όρη και τα δάση αντέταξαν τα όπλα κατά της τυραννίας». Καί ο γνωστός ταξίαρχος από τον Τριφυλιακόν Αετό και συγγραφεύς Παν. Β. Παπαδοπούλας παρατηρεί, στο σχετικό με το θέμα, βιβλίο του: «πιθανόν να ηύρον την ησυχίαν των οι προύχοντες που εκάλεσαν τους Τούρκους κατακτητάς εις Πελοπόννησον κι’ ανέπτυξαν και φιλικάς σχέσεις μαζί των, όχι όμως και που έλαβεν την ταπεινήν θέσιν του ραγιά...».
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες, οι Αρκαδινοί άρχισαν αγώνα κατά των Τούρκων. Καλύτερα θα ήταν, αν λεγόταν, πως ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν τους αγώνες γι’ αποτίναξι του ζυγού, ώστε ν’ αποκτήσουν την πολυπόθητη ελευθερία τους, πυ τόσο αργούσε να΄ ρθή.
Από τα 1718, η Πελοπόννησος θ’ αποτελέση ένα από τα 26 βιλαέτια της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και θα χωρισθή σε 24 «καζάδες». Ένας από τους καζάδες αυτούς ήταν και της Αρκαδίας πού είχε πρωτεύουσα την Αρκαδιά. Τα σύνορά του άρχιζαν βορειότερα από το ποτάμι της Νέδας και τελείωναν νοτιότερα των Γαργαλιάνων, στο μικρό ποταμάκι του «Βρυσόμυλου». «ο καζάς απετέλει την διοικητικήν περιφέρειαν, το Καζαλίκι, του έν τη επαρχιακή πρωτευούση εδρεύοντος κατή...». Κάθε καζάς είχε ένα μόνον κατή. Της Αρκαδίας όμως ο καζάς, είχε δυο κατήδες. Ένα στην έδρα του καζά, δηλαδή στην Αρκαδιά κι’ ένα δεύτερο στους Γαργαλιάνους.
Στην αρχή, κατέβαλαν προσπάθειες οι Έλληνες της Αρκαδιάς και όλης της περιοχής να ελέγξουν την κατάστασι, ιδιαίτερα την οικονομική. Γι’αυτό η Αρκαδιά, όπως και οι άλλες γειτονικές πόλεις της εποχής εκείνης, δημιούργησαν μιά εμπορική κίνησι άξια λόγου. Σιγά σιγά όμως, οι φόροι πού επέβαλαν οι κατακτητές (το κεφαλιάτικο, τα χαράτσι «ανιλέ», το χαράτσι «εφσάτ», το χαράτσι «ετνά» και το χαράτσι «ινσάφ», έφεραν την οικονομική εξαθλίωσι στους ραγιάδες.