"Η ανάλυσή μου αυτή δεν θα είναι ούτε ιστορικο-φιλολογική, ούτε θεατρική —μολονότι το «Θείον» θέλγεται, πολλές φορές, εκτός από τούς Αγίους, και από εμβριθείς και φωτισμένους καλλιτέχνες— αλλ’ από τη σκοπιά τής Πολιτικής Ψυχολογίας τής Θρησκείας· η δε ερμηνεία τού εν λόγω παγκόσμιου και κλασικού έργου τού Ντοστογιέφσκι δεν θα άπτεται ούτε θεολογικο-φιλοσοφικών, ούτε πολιτικών εννοιών ή καταστάσεων.
Η ουσία, κατ’ εμέ, τής επικής αυτής νουβέλας ή Παραβολής έγκειται στη σχέση υπαρξιακής ελευθερίας (ήτοι εσωτερικής αυτο-διερώτησης) και αναξιοπαθημάτων τού λαού, ή, με άλλα λόγια, στη σχέση αυθεντικής ύπαρξης (δηλ. αγιότητας) και εξουσίας (πολιτικής και θρησκευτικής).
Επικίνδυνο αλλά και κατ’ εξοχήν ανθρώπινο το δώρο τής ελευθερίας βουλήσεως στο πρόσωπο του ανθρώπου· γιατί μπορεί να το στρέψει κατά τού δημιουργού Του και, συνεπώς, κατά τού εαυτού του, οπότε να οδηγηθεί στη θεοδικία, την παράπλευρη και πρακτική αθεΐα, την ψευδαίσθηση της αυτεξουσιότητάς του και τελικά το Μηδενισμό, με καταληκτικό αποτέλεσμα την αυτο-εκμηδένισή του.
Στην πορεία τής σύγχρονης ιστορίας, η εξουσία τής Εκκλησίας παραχώρησε τη θέση της στην εξουσία τού Κράτους, η εξουσία τού Κράτους στην εξουσία τής ανθρώπινης συνείδησης και η τελευταία στην ανώνυμη (δημοκρατική) εξουσία τής λεγόμενης «κοινής γνώμης», η οποία λειτουργεί κομφορμιστικά και προπαγανδιστικά. Έτσι, έχουμε μεταβληθεί σε αυτόματα, που ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ελεύθερες προσωπικότητες. Ωστόσο, πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο. Ο μέσος ή κοινός άνθρωπος, επειδή όχι μόνο δεν ξέρει πώς να διαχειρισθεί το μεγάλο αυτό δώρο τής ελευθερίας (ή, ακόμα χειρότερα, νομίζει ότι είναι ελεύθερος εσωτερικά και εξωτερικά), αλλ’ αδιαφορεί και ραθυμεί, όπως οι σκλάβοι τού Πλατωνικού σπηλαίου, αφού η ελευθερία προϋποθέτει ωριμότητα, υπευθυνότητα και εγρήγορση προς την ορθή κάθε φορά επιλογή, αυτό το δώρο το φοβάται (E. Fromm) και, αντ’ αυτού, ενδίδοντας στον Πειρασμό (που εδώ προσωποποιούν ο Ιβάν και ο Μέγας Ιεροεξεταστής), προτιμά την αβουλία, την απραγία, την ψυχοπνευματική νωθρότητα και την ομοιοτυπία, που τελικά —μέσω μιας μαζοχιστικής αδυναμίας— καταλήγει σε μια συνειδητή, πολλές φορές, αυτοπαράδοση και υποδούλωση (βλ. ανταποδοτική θυσία) του Εγώ του στη χαμέρπεια και ποταπότητα , ήτοι στις σκοτεινές δυνάμεις και τον Αντίχριστο, για τη σιγουριά και προστασία του από το ανυπόφορο αίσθημα της αβεβαιότητας και ανασφάλειάς του. Με άλλα λόγια, οι λαϊκές μάζες αναζητούν ένα «πατέρα» - θύμα, για να τους κάνει τη λάντζα, και μετά να τον πετάξουν, όπως άλλωστε και ο μέγας ιεροεξεταστής αναζητά, απ’ τη μεριά του, ένα θύμα, γιατί ο άνθρωπος είναι φύσει κυριαρχικό ον, που θέλει να εξουσιάζει και να εξουσιάζεται (βλ. συλλογική αυταρχικότητα).