Η μεγαλύτερη "επιτυχία" του μοντέρνου κόσμου και του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού δεν είναι η διάδοση των αξιών τους ή ο έλεγχος των κρατικών θεσμών. Είναι η αισθητική ομογενοποίηση και η κοσμοθεωρητική ομοφωνία με πρόσωπα, κινήματα και δυνάμεις που νομίζουν πως υπερασπίζονται τις αξίες της Παράδοσης. Βλέπουμε έτσι, σε κάθε ευκαιρία, την αδυναμία να σκεφτούμε τι σημαίνει για την ιστορία του πνεύματος η σύγχρονη Αμερική.
Είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς, εθνικιστές και διεθνιστές, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, αριστεροί και δεξιοί, συμπλέκονται για δύο εκδοχές της ίδιας βαρβαρότητας (είτε στην λίμπεραλ είτε στην καουμπόικη εκδοχή της) και να μη βλέπουν το πρωτόγονο, το βρώμικο, το θηριώδες ενός πολιτισμού που προσκυνά μόνο τον Θεό του Χρήματος και ενσαρκώνεται από την μία σε ένα πρόσωπο αδύναμης άνοιας κι από την άλλη σε ένα είδωλο χυδαίο.
Από τη στιγμή που ευχαρίστηση ή η δυσαρέσκεια αποτελεί επισφράγιση για την ολοκλήρωση του εθισμού (έξις), ο οποίος εν τέλει γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα, και με δεδομένο ότι η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθορισμό της ποιότητας των έξεων, γίνεται φανερό πως τα συναισθήματα της χαράς ή της λύπης σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της αρετής: «… αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι αρετές έχουν σχέση με τις πράξεις και με τα πάθη και ότι κάθε πάθος και κάθε πράξη συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, να άλλος ένας λόγος, σκέφτομαι, να πούμε ότι η αρετή βρίσκεται σε σχέση με την ευχαρίστηση και με τη δυσαρέσκεια». (1104b 3, 15-18).
Με άλλα λόγια, η ποιότητα του ανθρώπου είναι ανάλογη με την ποιότητα των πραγμάτων που του δίνουν ευχαρίστηση. Ως ψυχική έξη ορίζονται οι πράξεις που προσδίδουν χαρά. Η ευτέλεια αυτών των πράξεων δεν είναι παρά η ευτέλεια της ψυχής που μαθαίνει να χαίρεται με πράγματα που δεν αξίζουν. Κι όταν κανείς εγκλωβίζεται σε απολαύσεις ανάξιες λόγου, είναι αδύνατο να κατακτήσει την αρετή: «… ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάθε ψυχικής έξης σχετίζεται με το (και προσδιορίζεται από το) είδος των πραγμάτων από τα οποία αυτή γίνεται χειρότερη ή καλύτερη – η ποιότητα των ανθρώπων ευτελίζεται ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα πράγματα, ανάλογα δηλαδή με το κυνήγι για την αποφυγή αυτών που δεν πρέπει, τη στιγμή που δεν πρέπει, με τον τρόπο που δεν πρέπει – και όσα άλλα λέμε σ’ αυτού του είδους τις περιπτώσεις». (1104b 3, 21-26).
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα (μετά το 1974) αποκρυσταλλώθηκε μέσα από την δράση των κομμάτων που αναδύθηκαν και τα κοινωνικά αιτήματα τα οποία οι ανάγκες τις εποχής βάσιμες ή όχι, παρότρυναν τις νέες πολιτικές δυνάμεις να τα ικανοποιήσουν. Αφ` ης στιγμής οι νέες πολιτικές δυνάμεις κατέκτησαν την εξουσία, μετασχημάτισαν την λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και διαμέσου αυτού και ολόκληρη την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με τις βουλήσεις τους, που παρ` όλες τις επιμέρους διαφορές συνέτειναν στην εμφάνιση μιας ομοιογενούς -με την επιφύλαξη των όποιων πάντοτε εξαιρέσεων- κατά βάση κοινωνικής συνομάδωσης με διακριτά χαρακτηριστικά.
Τα βασικά χαρακτηριστικά με αρνητικό πρόσημο της νέας μορφής κοινωνικής συνύπαρξης που εκκίνησαν να διαφαίνονται μετά την εμφάνιση νέων αναγκών, ιστορικών συγκυριών και συνθηκών, ιδεολογιών και στοχεύσεων, είναι η πλήρης εμπορευματοποίηση των πάντων και συνακόλουθα ο εκχρηματισμός του συνόλου της παραγωγής και κατανάλωσης ιδίως στα αστικά κέντρα που μεγεθύνονται ραγδαία, η σταδιακή εγκατάλειψη της πατριαρχικής σχέσης πολιτικού – κοινωνικού και η αντικατάστασή της από την πελατειακή σχέση (1), η γιγάντωση της μεσοαστικής τάξης, η υποχώρηση της παραγωγικότητας στην εργασία, η διόγκωση του δημοσίου τομέα και των υπηρεσιών, η συρρίκνωση της βιομηχανίας, ο υπέρμετρος δανεισμός, ο ιδεολογικός εξισωτισμός των πολιτών που συμφύεται με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της έννοιας της «αριστείας» και άρα της αξιοκρατίας, η παιδαγωγική ένδεια και η υποχώρηση της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» με την ταυτόχρονη εξάπλωση κάθε είδους υποκουλτούρας.
Στα θετικά της νέας εποχής θα τοποθετούσαμε ενδεικτικά, την εμπέδωση και σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, την ολοκλήρωση και επέκταση των συνταγματικών ελευθεριών και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου λόγω της γενναίας, μέσω δανεισμού πάντα, αναδιανομής του εισοδήματος. Θεμελιώδεις αξίες καθίστανται ο καταναλωτισμός, ο εύκολος πλουτισμός και η αυτοπραγμάτωση.