Του Μπάμπη Ανδριανόπουλου
Άρτος ο ζείδωρος!
Για μας, τα παιδιά της υπαίθρου της δεκαετίας του '50
Τότε που με μια φέτα ψωμί σκέτη πολλές φορές ή πάνω της λίγη ζάχαρη, λάδι, πελτέ ή πετιμέζι και με φτερά στα πόδια, τρέχαμε για παιχνίδι, για το όνειρο , για μια φέτα ουρανό...
Α, και κείνο τα χάσικο ψωμί, το ψωμί της πόλης, με πόση λαχτάρα το γευόμασταν
Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να αντιληφθούμε το μεγαλείο και τη μοναδικότητα ενός χωριάτικου καρβελιού!
«Μολύβι στο ψωμί»
«ψωμί γλυκό ψωμί, ψωμί πικρό, της κοινωνίας και του έγκλειστου, ψωμί της μάνας μου και του πατέρα, ψωμί της γης, ξεροκόμματο, με κλαρίνα ή σαξόφωνο μόνο, ψωμί της εξορίας και του τόπου σου, του πεινασμένου και του αχόρταγου ψωμί, ψωμί του μωρού και του άδικου, ψωμί συλλαβισμένο, εφτάζυμο, του νεκρού και του γενναίου, σταφιδόψωμο, ψωμί χλέμπα, ψωμί ναν, μοιρασμένο στα τέσσερα ψωμί, ψωμί αντίδωρο, αληθινό ψωμί, ψωμί των παραμυθιών, άσπρο και μαύρο, μουσκεμένο ψωμί και ξερό, κουλούρα του γάμου, πρόσφορο, του μάγερα ψωμί, ψωμάκι, της αδελφής μου, των αγγέλων άρτος, επιούσιος, ψωμί από σιτάρι και από καλαμπόκι, ψωμί ρύζι, νότες ψωμιού τεμαχισμένου, ψωμί του φαγητού, ψωμί με βούτυρο, ψωμί κι ελιά, ψωμί κι αλάτι, ψωμί των λέξεων, ψωμί των καλών και κακών ποιητών, κι αυτών που από τις λέξεις βγάζουν το ψωμί τους, ειρωνικό ψωμί, ψωμί του έρωτα και των σπασμών στου δίκλινου ύπνου τα κοφτερά δοντάκια, άπληστο ψωμί, μουχλιασμένο στο καλάθι, ψωμί του χειμώνα, ψωμί γεμάτο καλοκαίρι, φλογισμένα απ’ το ψωμί χείλη, α, προδομένο ψωμί, καθημερινό, του άχρηστου φούρναρη του λαοπλάνου, ψωμί»