Από Γιώργος Αλεξάτος
Όσο δεδομένη είναι η διαχρονική σχέση της Εκκλησίας με την κρατική εξουσία και την κυρίαρχη ιδεολογία, άλλο τόσο δεδομένη είναι και η διαχρονική παρουσία αντικαθεστωτικών απόψεων και πρακτικών μεταξύ των θρησκευόμενων.
Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, η πίστη στην ύπαρξη ανώτερων πνευματικών δυνάμεων, που δημιούργησαν και επηρεάζουν τον υλικό πραγματικό κόσμο, απορρέει από την άγνοια των φυσικών νόμων και επιδιώκει να καλύψει τα κενά της επιστημονικής γνώσης, δίνοντας απαντήσεις στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου.
Η θρησκευτική πίστη λειτουργεί, έτσι, ως «το όπιο του λαού», κατά την κλασική έκφραση του Μαρξ, ως παρηγοριά μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής και την αγωνία του θανάτου. Παράλληλα, χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις για την ιδεολογική αποδοχή της εξουσίας τους, είτε γιατί είναι επιβεβλημένη από θεϊκές δυνάμεις είτε γιατί οι αγώνες για την ανατροπή της εντάσσονται στη ματαιότητα του φθαρτού υλικού κόσμου.
Ωστόσο, από τις γραμμές του διεθνούς εργατικού σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος, ακόμη και στις πολιτικές οργανωμένες μορφές του, δεν αποκλείστηκαν και οι θρησκευόμενοι. Υπήρξαν μάλιστα και ρεύματα που επιδίωκαν τον εμπλουτισμό του σοσιαλιστικού απελευθερωτικού αιτήματος με θρησκευτικής προέλευσης αντιλήψεις, έτσι ώστε να εμφανιστούν και σημαντικές τάσεις χριστιανοσοσιαλιστικές, αναρχοχριστιανικές κ.ά. Στις περιπτώσεις αυτές προβάλλονται θρησκευτικές αντιλήψεις περί ισότητας των ανθρώπων, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των αγαθών κ.λπ.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στα αναρίθμητα αγροτικά εξισωτικά κινήματα και τις εξεγέρσεις που εμπνέονταν από το χριστιανικό αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και συγκλόνιζαν επί αιώνες τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή Δύση, φτάνοντας μέχρι το κίνημα της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», που από τη δεκαετία του 1960 επηρεάζει την Καθολική Εκκλησία, κυρίως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Εκεί όπου μεγάλα τμήματα του θρησκευόμενου λαϊκού κόσμου στηρίζουν την Αριστερά, ενώ αριστεροί ηγέτες, όπως ο Τσάβες, ο Μοράλες, ο Μαδούρο κ.ά., δεν δίστασαν να δηλώσουν δημοσίως τη θρησκευτική τους πίστη.
Αναφερόμενοι στην Ελλάδα, είναι γνωστό ότι, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές κινήσεις περιλάμβαναν και χριστιανοσοσιαλιστές.
Στην Πάτρα συγκροτήθηκαν και χριστιανοσοσιαλιστικές οργανώσεις, στο ρεύμα αυτό εντασσόταν ο Μαρίνος Αντύπας και κάποιοι από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου στον Βόλο κ.λπ.
Από την ίδρυση του ΣΕΚΕ (του μετέπειτα ΚΚΕ), το 1918, η αποδοχή των αθεϊστικών φιλοσοφικών θέσεων του μαρξισμού έθετε σταθερά το ερώτημα της σχέσης των θρησκευόμενων αγωνιστών με το κόμμα.
Η απάντηση ήταν ότι η θρησκευτική πίστη δεν μπορεί να είναι εμπόδιο στην ένταξη αγωνιστών στο κίνημα και το κόμμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν προβάλλονταν συνάμα και οι φιλοσοφικές θέσεις του “διαλεκτικού υλισμού”.
H ιστορική ιδεολογική ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον ελληνικό εθνισμό, καθώς και το ό,τι η Εκκλησία δεν κατείχε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις (τουλάχιστον όχι όσο συνέβαινε με την Εκκλησία στη Δύση) και ο λαϊκός κλήρος ήταν στην πλειονότητά του φτωχός, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση στην Ελλάδα αντικληρικαλιστικού κινήματος, ανάλογου μ’ αυτό που εμφανίστηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αν και ο συντηρητισμός της Εκκλησίας εκφράστηκε τόσο με την αντιαθεϊστική προπαγάνδα όσο και με ακραίες εκδηλώσεις διώξεων των φορέων προοδευτικών ιδεών, όπως ήταν τα «Αθεϊκά» του Βόλου το 1911 και τα «Μαρασλειακά» το 1925, η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατούσε, σε γενικές γραμμές, προσεκτική στάση απέναντι στους κομμουνιστές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως το 1924 η Ιερά Σύνοδος, που συγκλήθηκε για την καταδίκη του βιβλίου του Γιάννη Κορδάτου «Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821», κατέληξε στην απόφαση να αποφύγει μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των κομμουνιστών, εκτιμώντας πως διέθεταν σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη και σε κύκλους διανοουμένων. Εντούτοις, το 1927 εκδόθηκε εγκύκλιος κατά του αθεϊσμού.