Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης
Νικόλαος Ασπρούλης
Εισαγωγικά
Ήταν η εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, κατά την οποία ο κορυφαίος ίσως Ορθόδοξος θεολόγος του 20ού αιώνα, ο τελευταίος ή από τους τελευταίους μιας μεγάλης γενιάς θεολόγων-στοχαστών, θα ξεκινούσε το αιώνιο ταξίδι του προς την αγκαλιά του Τριαδικού Θεού, τον οποίο τόσο πολύ ύμνησε, υπηρέτησε στο θυσιαστήριο και θεολόγησε με το βαθυστόχαστο έργο του. Παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του έργου του, το οποίο έχει ήδη αφήσει εδώ και πολλές δεκαετίες το αποτύπωμά του στο διεθνές στερέωμα
[1], εμπνέοντας πλήθος στοχαστών και νέων ερευνητών να εμβαθύνουν σε πτυχές του, ενώ η θεολογική σκέψη του έχει λιγότερο ή περισσότερο προσδιορίσει το περιεχόμενο του επίσημου θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, σε βαθμό που εθεωρείτο κάποτε ως ο «Άγγλος Πάπας»
[2], ενδεικτικό της πρόσληψής του στη χώρα μας, η οποία συχνά επαίρεται για το ένδοξο παρελθόν, είναι ότι το έργο αυτό παραμένει κατά βάση άγνωστο. Αν κάτι τέτοιο ακούγεται υπερβολικό, αρκεί να αναζητήσει κανείς μία ολοκληρωμένη, συστηματική μελέτη για το έργο του… Πολύ σύντομα θα απογοητευτεί
[3]. Οι ελάχιστες, σποραδικές αναφορές, έχουν συνήθως περιγραφικό χαρακτήρα, εκφράζοντας συχνά, είτε την άγνοια του ίδιου του έργου του θεολόγου ή μία καθολική απαξίωση («οικουμενιστής», «αιρετικός» κ.ά.). Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπου η θεολογική σπορά του μακαριστού Ιεράρχη βρήκε πρόσφορο έδαφος καρποφορίας, ανοίγοντας ίσως νέους, ελπιδοφόρους ορίζοντες στη νεοελληνική θεολογία
[4].
Η μελέτη της μεθοδολογίας ενός στοχαστή δεν συνιστά εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται προσεκτική, ψύχραιμη και σφαιρική απόπειρα ανατομής του συνόλου έργου, έτσι ώστε να έρθουν στην επιφάνεια οι καθοριστικοί άξονες επάνω στους οποίους εδράζεται το έργο αυτό. Όταν γίνεται λόγος για μεθοδολογία δεν αναφερόμαστε σε τίποτε περισσότερο από τη μέθοδο, τον τρόπο, δηλαδή, που χρησιμοποιεί ένας θεολόγος στην προσπάθειά του να θεο-λογήσει. Ακολουθώντας την παρακαταθήκη του ίδιου του τιμώμενου εδώ διδασκάλου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το επίκεντρο της θεολογικής συζήτησης δεν θα πρέπει να αφορά πρωτίστως τις επιμέρους θέσεις ενός στοχαστή ή τις θέσεις μεταξύ διαφόρων στοχαστών ή ρευμάτων, ή ακόμη και εκκλησιών, αλλά εξάπαντος τις προϋπο-θέσεις επάνω στις οποίες θεμελιώνεται η εκδίπλωση ενός θεωρητικού συστήματος
[5].
Με το παρόν κείμενο, στο πλαίσιο του αφιερώματος του περιοδικού Φρέαρ, δεν φιλοδοξούμε να εξαντλήσουμε το θέμα, αλλά να προσεγγίσουμε κριτικά ορισμένους βασικούς, κατά τη γνώμη μας, άξονες της μεθοδολογίας του θεολογικού προγράμματος του Μητροπολίτη Περγάμου. Προκειμένου κάτι τέτοιο να καταστεί εφικτό, θα πρέπει κανείς να ρίξει μία ματιά στη μεθοδολογική προ-ιστορία του θεολογικού τρόπου του.
1. Οι απαρχές: Πάουλ Τίλλιχ – π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ
Είναι γνωστό σε όλους, ότι στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών του στην Αμερική, ο Μητροπολίτης Ιωάννης, λαϊκός τότε, ευτήχησε να έχει ως καθηγητές του στο Πανεπιστήμιο του Harvard τους Πάουλ Τίλλιχ (1886-1965)
[6] και τον περισσότερο γνωστό μας π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ (1893-1979)
[7]. Αν και η σχέση του Ζηζιούλα με τον δεύτερο είναι ευρύτερα γνωστή, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο και για την εξίσου σημαντική σχέση του με τον Γερμανο-αμερικανό θεολόγο και στοχαστή Τίλλιχ. Χωρίς να εξετάσουμε εδώ την πολύπλοκη σκέψη του Τίλλιχ, θα επιχειρήσουμε να διαφωτίσουμε ορισμένες μόνον όψεις του θεολογικού του προγράμματος, οι οποίες φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεθοδολογίας του Μητροπολίτη Περγάμου.
Ο Τίλλιχ
[8] κατέστη ιδιαίτερα γνωστός στα διεθνή θεολογικά πράγματα για τη λεγόμενη «μέθοδο της συσχέτισης» (correlation), την οποία εφάρμοσε με συνέπεια στο έργο του. Βασικό του μέλημα υπήρξε εξαρχής να βρεί τρόπο να συσχετιστεί, να φέρει την πίστη σε έναν γόνιμο διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, θεωρώντας τη θρησκεία ως μία βασική διάσταση (πρβλ. «την όψη του βάθους του ανθρώπινου πνεύματος») του βίου, ως βασικό και αναλλοίωτο στοιχείο της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, «ως την ουσία του πολιτισμού». Όπως θα καταστήσει από πολύ νωρίς σαφές, η θρησκεία «είναι η εμπειρία του απολύτου…»
[9], με άλλα λόγια πρόκειται για τον προσανατολισμό ολάκερης της ύπαρξης προς αυτό το απόλυτο. Το «απόλυτο»
[10] θα αποτελέσει στο εξής έννοια-κλειδί για την προσέγγιση του Θεού, ενώ την ίδια στιγμή, εφόσον η θρησκεία αποτελεί την εμπειρία του απολύτου, θα χαρακτηριστεί ως το «γεγονός της συναρπαγής μας από ένα έσχατο ενδιαφέρον», που αφορά τόσο το έσχατο ενδιαφέρον του υποκειμένου, σε σχέση με το έσχατο νόημα της ίδιας της ύπαρξής του, όσο και το απόλυτο-ολοκληρωτικό ενδιαφέρον καθαυτό, καθώς συναρπάζει το υποκείμενο στην ολότητά του. Καθίσταται προφανής εδώ ο υπαρξιακός χαρακτήρας της θρησκευτικής εμπειρίας σε σχέση με το ενδιαφέρον αυτό. Επί τη βάσει της έννοιας του απολύτου και του έσχατου ενδιαφέροντος (ultimate concern), ο Τίλλιχ επιχειρεί ήδη πριν τη Συστηματική θεολογία του
[11] να αποδείξει ότι η αξίωση του απολύτου, παρά τη φαινομενική αντίθεση, είναι τελικά κοινή τόσο στη βιβλική θρησκεία όσο και στην οντολογία
[12]. Φαίνεται έτσι ότι η οντολογία και η θεολογία (ήδη από τη βιβλική της αφετηρία) δεν είναι παρά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που επιδιώκουν την ανάδειξη του έσχατου νοήματος του είναι.
Στην προοπτική αυτή ο Τίλλιχ θα κατανοήσει τη θεολογία ως στενά-άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία, της οποίας κεντρικό έργο είναι να θέτει το ερώτημα που αφορά το ίδιο το είναι. Θεωρώντας οργανική τη διασύνδεση φιλοσοφίας και θεολογίας επί τη βάσει «της σχέσης Θεού, ανθρώπου και κόσμου στον ορίζοντα του είναι»
[13], θα διατυπώσει με ευκολία ότι το ερώτημα περί του όντος «είναι το ερώτημα το κοντύτερο σε μας…»
[14], καθώς είμαστε τα μόνα όντα που μπορούν να αναρωτηθούν για την ίδια την ύπαρξή τους. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα για τον Γερμανο-αμερικανό θεολόγο, το έργο της θεολογίας είναι «να ερωτάει για το Όν στον βαθμό που αυτό αποτελεί για μας έσχατη μέριμνα…»
[15], εννοώντας δηλαδή, καθετί που μας αφορά και σχετίζεται με ριζικό και απόλυτο τρόπο προς την ίδια την ύπαρξή μας και το βαθύτερο νόημά της. Και θα καταλήξει με αφοπλιστικό τρόπο: «Όταν η θεολογία ερωτά για το νόημα του Είναι-όντος ερωτά για τον Θεό […] αυτό το υπαρξιακώς σκέπτεσθαι, αυτό είναι θεολογία»
[16].