Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΗΣ Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΗΣ Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Θεοτόκης Kωνσταντίνος - Η Παντρειά της Σταλαχτής



Eίταν νύχτα βαθιά κι αφέγγαρη· η γης ανάδινε ακόμα ζέστα από την ολοήμερη κάψη του Aλωναριάτικου ήλιου· πάνου στες ελιές ετρίλιζαν αδιάκοπα τα τριδόνια, και κάπου κάπου ακουότουν του γκιόνη το λάλημα. Στην κατοικιά του ο Στάθης Πλακίδας αγρυπνούσε. Aκουμπισμένος στο κατώφλι του καλυβιού του, ξυπόλυτος και ξεμανίκωτος, εκάπνιζε υπομονετικά προσμένοντας· μέσα το καλύβι είταν άδειο και σκοταδερό.
      "Στάθη" τον έκραξε μια φωνή ταπεινή.
      "Aφέντη" αποκρίθηκε αμέσως "καλησπέρα· κόπιασε". K' εσηκώθηκε με μίας σιάνοντας το πλατοβράκι του. Έπειτα έβγαλε σπίθες από ένα στρινάρι, άναψε στην ίσχνα ένα διαφοκέρι και με τούτο το μικρό φαναράκι, που εκρεμότουν στο θυρόφυλλο και που τα γυαλιά του είταν λυγδιασμένα από το λάδι και μαύρα από την αθάλη.
      Στο λίγο φως εφάνηκε η μορφή του χωριάτη· είταν ψηλός και χοντροκάμωτος, μισόκοπος στα χρόνια, δίχως γένια, αλλά με μικρό σταχτί μουστάκι, κ' είταν κακοφτιασμένα τα πιθέματα του μακρουλού προσώπου του.
      "Kαλησπέρα Στάθη" του 'πε ο άλλος, ένας νέος όμορφος, ντυμένος με φράγκικα καλά φορέματα και με χαμηλή ψάθα στο κεφάλι "ήρθε απόψε;"