Του Νίκου Καββαδία
Σε ένα από τα ταξίδια του, όταν το πλοίο έπιασε λιμάνι στην Αργεντινή, ο Νίκος Καββαδίας θέλησε να επισκεφτεί ένα από τα μπορντέλα της περιοχής για να απολαύσει τη γυναικεία συντροφιά.
Εκεί συνάντησε μια κοπέλα, που αν και δεν ήταν πολύ όμορφη, του τράβηξε το ενδιαφέρον, γιατί πάνω στο τραπέζι του δωματίου της είχε ελληνικές εφημερίδες.
Όταν ο ποιητής της μίλησε στα ελληνικά και τη ρώτησε αν είναι «πατριώτες», η κοπέλα έπεσε πάνω του και άρχισε να τον παρακαλεί να τη σώσει.
Όπως του εξομολογήθηκε, όταν ήταν φοιτήτρια στη Γαλλία γνώρισε και ερωτεύτηκε ένα νεαρό. Εκείνος την έπεισε ότι την αγαπάει και κατάφερε να την κάνει να τον ακολουθήσει στην Αργεντινή.
Τελικά, ο νεαρός δεν ήταν ερωτευμένος, αλλά απατεώνας, αφού μόλις έφτασαν στην Αργεντινή την πούλησε σε οίκο ανοχής. Εκεί, ήταν υποχρεωμένη να δέχεται τους «γελαδάρηδες» της περιοχής για πελάτες. Η κοπέλα έμπλεξε χωρίς να το καταλάβει και δεν μπορούσε με τίποτα να ξεφύγει από τον προαγωγό της....
Η ιστορία της Ελληνίδας συγκίνησε τον ευαίσθητο Καββαδία,
που της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε την επόμενη μέρα, μαζί με συναδέλφους του ναυτικούς για να την πάρει.
Πράγματι, την επόμενη μέρα ο ποιητής ξαναπήγε στον οίκο ανοχής, μαζί με άλλους ναυτικούς.
Με τη βοήθειά τους, ακινητοποίησε τον φρουρό, κατάφερε να «κλέψει» την κοπέλα και να την πάρει μαζί του στο καράβι.
Εκεί, αν και ήταν μόνη της ανάμεσα σε δεκάδες άντρες, δεν την πείραξε κανείς.
Όταν το πλοίο έφτασε σε λιμάνι της Ευρώπης, ο Καββαδίας κατάφερε να εξασφαλίσει στην κοπέλα εισιτήρια για την Ελλάδα....
Ο ποιητής έσωσε την κοπέλα, αλλά εκείνη, όταν τον συνάντησε αρκετό καιρό μετά, στο σπίτι του Μ. Καραγάτση, έκανε ότι δεν τον γνώριζε.