Το 1976 ο Αμερικανός καθηγητής ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Τζων Μακ (1929 – 2004), στο κλασικό του σύγγραμμα “Η Ζωή του Τ.Ε Λώρενς”, (A Prince of Our Disorder: The Life of T. E. Lawrence) πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο «εγωισμός της θυματοποίησης» (egoism of victimization). Ο όρος αυτός μεταπήδησε με μεγάλη ευκολία στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, γενόμενος βάση ερμηνείας συλλογικών συμπεριφορών στο πλαίσιο εθνικών συγκρούσεων.
Σύμφωνα με τον Μακ, ο εγωισμός της θυματοποίησης είναι η συμπεριφορά σε συλλογικό επίπεδο, κατά την οποία οι αξίες και οι διεκδικήσεις μίας εθνικής ομάδος είναι υπεράνω οτιδήποτε άλλου, ενώ οι αξίες και οι διεκδικήσεις της άλλης εθνικής ομάδος είναι παράλογες και κατ’ επέκταση επικίνδυνες ή καταστροφικές.
Συνεπώς, ο εγωισμός της θυματοποίησης έχει δύο αλληλοσχετιζόμενες όψεις: τη νομιμοποίηση της συνεχιζόμενης καχυποψίας και εχθρότητας στη βάση του ότι έχει θυματοποιηθεί από τον άλλο και τη ναρκισσιστική υπερπροβολή της δικής της δυσχέρειας και του δικού της προβλήματος με την ταυτόχρονη διανοητική ανικανότητα να κατανοήσει ή να ταυτιστεί με το πρόβλημα του άλλου.
- Με αυτό τον τρόπο η μνήμη παραμένει ασφυκτικά δεμένη στις αδικίες ή τις βαναυσότητες που διέπραξαν οι άλλοι σε βάρος της συγκεκριμένης ομάδος και η σκιά των πράξεων του εγώ παραμένει αδιόρατη έστω κι αν αυτή παραβλέπει ή υποκινεί τη θυματοποίηση των άλλων.
Η θυματοποίηση λαμβάνει τέτοιο κυριολεκτικό χαρακτήρα που ο εγωισμός μετατρέπεται σε αμετάβλητο γεγονός μέσα στην ιστορία. Όταν δηλαδή η ομάδα είναι θύμα των ιστορικών γεγονότων είναι απλώς θύμα.
Όταν θυματοποιούνται οι άλλοι μέσα από τη σχέση τους με τη συγκεκριμένη ομάδα τότε στην αντίληψή της συνεχίζει να παραμένει η ίδια θύμα και οι άλλοι οι εκτελεστές – βάρβαροι. Διότι η μνήμη είναι δύσκολο να πάει πίσω και να αλλάξει ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο είναι δύσκολο να ακυρώσει τα ερείσματα που τη δικαιώνουν στα ίδια της τα μάτια.