Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που βασίλεψε για τρία χρόνια (1180 – 1183), αλλά δεν κυβέρνησε ποτέ. Ανήκε στη δυναστεία των Κομνηνών.
Ο Αλέξιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Σεπτεμβρίου 1169 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας, κόρης του γάλλου πρίγκηπα της Αντιοχείας Ραϊμούνδου του Πουατιέ. Στις 2 Μαρτίου 1180 και για λόγους πολιτικής του πατέρα του, ο δεκαετής Αλέξιος παντρεύτηκε την οκταετή πριγκίπισσα Αγνή, κόρη του φράγκου βασιλιά Λουδοβίκου του 7ου, η οποία έλαβε το όνομα Άννα.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1180, ο Μανουήλ Α' πέθανε και τον διαδέχθηκε ο εντεκάχρονος γιος του, Αλέξιος. Επειδή ήταν ανήλικος τον κηδεμόνευε η βασιλομήτωρ Μαρία, η οποία γρήγορα τον παραγκώνισε, αναθέτοντας την εξουσία στον εραστή της Αλέξιο Πρωτοσέβαστο, εξάδελφο του αυτοκράτορα Αλέξιου Β'. Η απροκάλυπτα φιλοδυτική στάση της Μαρίας και του ευνοούμενού της, καθώς και η ασυδοσία των λατίνων εμπόρων (Γενουατών και Πισατών) που κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην αυτοκρατορία, προκάλεσαν την έξαρση των αντιδυτικών αισθημάτων του λαού και την αντίδραση της οικογένειας των Κομνηνών. Η ετεροθαλής αδελφή του ανήλικου αυτοκράτορα Μαρία Κομνηνή ή Πορφυρογέννητη και ο φράγκος σύζυγός της Καίσαρ Ιωάννης (Ρενιέ ντε Μονφερά, το γαλλικό όνομά του), προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τον λαό της Κωνσταντινούπολης κατά του μισητού ζεύγους της Μαρίας και του Αλέξιου, αλλά απέτυχαν.
Τότε φάνηκε δυναμικά στο προσκήνιο ο Ανδρόνικος Κομνηνός, εξάδελφος του αποθανόντος αυτοκράτορα, που είχε πέσει σε δυσμένεια επί Μανουήλ Α', ως σφετεριστής του θρόνου και είχε απομακρυνθεί στον Πόντο. Με την προτροπή της Μαρίας Κομνηνής, την άνοιξη του 1182 στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα (σημερινό Καντίκιοϊ), στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προκαλώντας στάση μέσα στη Βασιλεύουσα.