*Θεόδωρος Παντούλας
Εφ. Καθημερινή 20.04.2025
Μια ομολογημένη δυσκολία δεν είναι λιγότερο δυσκολία – είναι μοιρασμένη ωστόσο και δεν σε πλακώνει το βάρος της. Γι’ αυτό και ξεθαρρεύω να ομολογήσω ότι οι μέρες που προηγούνται κι έπονται της Λαμπρής με στενεύουν. Με στενεύει ο συγκρατημένος (από καθωσπρεπισμό, μη μας πούνε και θεούσους) συναισθηματισμός της Μεγάλης Εβδομάδας και η τσουρούτικη μεταπασχαλινή ξεφάντωση.
Οσοι πασχίζουμε, λίγο ή περισσότερο, να είμαστε Χριστιανοί φαινόμαστε, πώς να το πω, μπόσικοι. Είμαστε αλαφιασμένοι από τις σκοτούρες του βιοπορισμού και φαρμακωμένοι από τις ακάλυπτες επιταγές του κυρίαρχου καταναλωτικού ηδονισμού. Είναι σχεδόν εθιμικός ο ξώφαλτσος εκκλησιασμός μας και περίπου εξαναγκασμός το πλαδαρό γλεντοκόπι μας. Δεν αντέχουμε την ευαγγελική προτροπή να ξεβολευτούμε, να τα εκποιήσουμε όλα και να αξιωθούμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Γι’ αυτό και δεν νεκροστολίζουμε αυτοπροσώπως τον Χριστό – με απευθείας ανάθεση στο πλησιέστερο ανθοπωλείο γίνεται ο Επιτάφιος. Και στην Ανάσταση, κομψευόμενοι πάντα, παρά πέντε προσερχόμαστε «για το καλό» και τις κροτίδες, ενώ και πέντε κουταλιάζουμε τη μαγειρίτσα!
Μια ομολογημένη δυσκολία δεν είναι λιγότερο δυσκολία – είναι μοιρασμένη ωστόσο και δεν σε πλακώνει το βάρος της. Γι’ αυτό και ξεθαρρεύω να ομολογήσω ότι οι μέρες που προηγούνται κι έπονται της Λαμπρής με στενεύουν. Με στενεύει ο συγκρατημένος (από καθωσπρεπισμό, μη μας πούνε και θεούσους) συναισθηματισμός της Μεγάλης Εβδομάδας και η τσουρούτικη μεταπασχαλινή ξεφάντωση.
Οσοι πασχίζουμε, λίγο ή περισσότερο, να είμαστε Χριστιανοί φαινόμαστε, πώς να το πω, μπόσικοι. Είμαστε αλαφιασμένοι από τις σκοτούρες του βιοπορισμού και φαρμακωμένοι από τις ακάλυπτες επιταγές του κυρίαρχου καταναλωτικού ηδονισμού. Είναι σχεδόν εθιμικός ο ξώφαλτσος εκκλησιασμός μας και περίπου εξαναγκασμός το πλαδαρό γλεντοκόπι μας. Δεν αντέχουμε την ευαγγελική προτροπή να ξεβολευτούμε, να τα εκποιήσουμε όλα και να αξιωθούμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Γι’ αυτό και δεν νεκροστολίζουμε αυτοπροσώπως τον Χριστό – με απευθείας ανάθεση στο πλησιέστερο ανθοπωλείο γίνεται ο Επιτάφιος. Και στην Ανάσταση, κομψευόμενοι πάντα, παρά πέντε προσερχόμαστε «για το καλό» και τις κροτίδες, ενώ και πέντε κουταλιάζουμε τη μαγειρίτσα!
Και την επομένη, το ίδιο άγευστοι, ρευόμαστε την κατασπάραξη του αμνού! Στην πραγματικότητα άδειοι από νόημα δεν μετέχουμε σε γιορτινή σύναξη αλλά σε επετειακό τσιμπούσι. Σε όλα αυτά νομίζω ότι δεν υπάρχει Χριστός. Δεν υπάρχει όμως ούτε η λαχτάρα του. Είμαστε χλιαροί και στον απελπισμό μας – ούτε καν Θωμάδες που αιτούνται πειστήρια. Μένουμε ανυποψίαστοι της δυνατότητας να απελευθερωθεί η ύπαρξή μας από τους καταναγκασμούς της βιολογίας. Ενδίδουμε αμαχητί στην ευκολία των συμβάσεων που με θρασύτητα ονομάζουμε «παράδοση», ενώ δεν είναι παρά ο διασυρμός της σε φολκλόρ.